Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Η CIA συνθέτει την πιο γνωστή μπαλάντα των Scorpions (;)

 

Είναι υπερβολικά εύκολο να απαξιωθεί ένας μουσικός. Κάτι τέτοιο είναι ένα πολύ άσχημο φαινόμενο στην χώρα μας, την ίδια στιγμή που «χρυσές» μετριότητες, πολλές φορές ούτε καν μετριότητες, αποθεώνονται δίπλα σε ακριβές σαμπάνιες. Όμως, οι Αμερικάνοι γνωρίζουν την δύναμη της μουσικής καλύτερα απ’ όλους. Και δεν είναι μόνο η οικονομική της δύναμη, αλλά μια δύναμη ικανή να αλλάξει συνειδήσεις και ιδέες.


Στην ταινία Wag the Dog, σκηνοθετημένη από τον  Barry Levinson και με πρωταγωνιστές τους Dustin Hoffman και Robert De Niro, ο δεύτερος είναι ένας  «spin doctor», υπεύθυνος για την εικόνα του προέδρου, ο οποίος με την σειρά του, εμπλέκεται σε ένα σεξουαλικό σκάνδαλο.  Με την βοήθεια ενός διάσημου σκηνοθέτη, τον οποίον ερμηνεύει ο Dustin Hoffman, δημιουργεί σε άκρα μυστικότητα, έναν φανταστικό πόλεμο στην γειτονική μας Αλβανία. Οι εικόνες, όμως για να πείσουν χρειάζονται και μουσική επένδυση, έτσι καλείται ο Willie Nelson, στον ρόλο του Johnny Dean με την ίδια όμως ιδιότητα, του τραγουδοποιού. Η μαύρη αυτή κωμωδία του 1997, μπορεί να είναι μια μυθοπλασία, αλλά η παραλληλισμοί της υπερβολικά πολλοί.

Σίγουρα δεν πρώτη φορά, όπου οι μυστικές υπηρεσίες κάποιας κυρίαρχης  χώρας θέλουν να δημιουργήσουν μια εικονική πραγματικότητα για να στρέψουν την προσοχή της μάζας εκεί που οι ίδιες θέλουν,  με την βοήθεια και της μουσικής. Αλλά κάτι τέτοιο, σχεδόν ποτέ δεν γίνεται γνωστό. Σχεδόν…

Πηγαίνοντας στο μακρινό 1989, την χρονιά με τις πιο σημαντικές κοινωνιο-πολιτικές αλλαγές μετά τον πόλεμο, μπορούμε να βρούμε ένα τέτοιο παράδειγμα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή των τεράστιων αυτών αλλαγών, που δημιούργησαν νέα στάτους σχεδόν σε όλο τον κόσμο, οι Γερμανοί Scorpions κυκλοφορούν το απόλυτο τους hit, το "Wind of Change".


 


Το πιο γνωστό τραγούδι συνέπεσε(;) με μεγάλες αλλαγές όπως η πτώση του τοίχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η θεματολογία του τραγουδιού αποκαλύπτεται και από τον τίτλο του. Αλλά η υπερβολική προβολή του μέτριου, κατά πολλών φίλων της μπάντας και όχι μόνο, ήταν αποτέλεσμα του timing της δημιουργίας του ή μήπως η CIA το δημιούργησε, όπως μας δείχνει η ταινία;


Για να απαντηθούν κάποια ερωτήματα που προκύπτουν από αυτήν την υπόθεση, πρέπει να περιμένουμε ως τις 11 Μαΐου, όταν θα κάνει μια νέα σειρά στην οποία φιλοξενείται ο δημοσιογράφος των New Yorker, ο Patrick Radden Keefe. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως πέρασε 10 χρόνια ερευνώντας αυτήν την υπόθεση και θα αποκαλύψει αυτά τα ευρήματα σαν μέρος της σειράς αυτής, η οποία προβάλεται στο Spotify.

Οι Scorpions ισχυρίζονται πως έγραψαν την μεγάλη τους επιτυχία μετά από την εμφάνισή τους στην Μόσχα το 1989 μαζί με άλλα τεράστια ονόματα της rock όπως οι Bon Jovi και οι Motley Crue. Αλλά είτε ισχύει είτε όχι αυτό το γεγονός, δεν υπάρχει περίπτωση να έλεγαν κάτι άλλο.



Ο ίδιος ο δημοσιογράφος φαίνεται πολύ ικανοποιημένος από το εγχείρημά του. Σε μια συνέντευξη στο Deadline, ο Keefe δηλώνει, πραγματικά ερευνητική διάθεση,  πως η ιστορία αυτή αφορά όλα τα είδη μουσικής. Πέρα από κάθε σύνορο και εμπεριέχει όλες της περιόδους της ιστορίας. Προτρέπει τον ακροατή να ακούει μουσική σε όλες τις γλώσσες και προφορές, αλλά πάντα με κριτική διάθεση (όχι επικριτική), ως προς το γεγονός ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι. Επίσης, συνεχίζει, το διασκέδασε πολύ ακολουθώντας τις … νότες. Αλλά στην πραγματικότητα μια τελείως τρελή ιστορία. Μέσα σε ένα χρόνο, ακολουθώντας τους σκοτεινούς δρόμους του Ψυχρού Πολέμου, πήρε 100 συνεντεύξεις σε 4 χώρες από  rockers και κατασκόπους. Ο ίδιος ανυπομονεί να μοιραστεί τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας. Εμείς ακόμα περισσότερο ανυπομονούμε!

Ο συνιδρυτής της Crooked Media, μια εταιρία αποτελούμενη από τους κορυφαίους συνεργάτες του Μπάρακ Ομπάμα και με στόχο να δώσει βήμα σε κάθε πολιτική φωνή μέσα από τις πλατφόρμες της, ο Tommy Vietor δήλωσε πως όλη αυτή η ιστορία είναι τόσο παλαβή, που δύσκολα μπορεί να είναι και αληθινή. Και συνέχισε λέγοντα πως γνωρίζει ότι η CIA χρηματοδότησε κρυφά πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 και του 60. Η Υπηρεσία πλήρωσε κρυφά την κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του George Orwell, του 1984 και του Animal Farm. Επίσης είπε πως γνωρίζει ότι χρηματοδότησε την ευρωπαϊκή περιοδεία της Boston Symphony Orchestra. Επομένως, γιατί να μην βοηθήσει μια γερμανική rock μπάντα να συνθέσει μια μπαλάντα, η οποία θα βοηθήσει να σπάσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και καταλήγει πλέκοντας το εγκώμιο του δημοσιογράφου Patrick Radden Keefe: «Όσο η CIA φυλάσσει πολύ καλά τα μυστικά, τόσο ο Patrick είναι ένας από τους καλύτερους ερευνητές δημοσιογράφους και ερευνητές της γενιάς του. Και κανείς άλλος δεν είναι σε καλύτερη θέση να ανακαλύψει την αλήθεια». Και να αποκαλύψει ελπίζουμε.




Όλο αυτό μας δείχνει την δύναμη της μουσικής και άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως για πολλούς αιώνες η μουσική ήταν κλεισμένη στα χρυσά κλουβιά των παλατιών αυτών που είχαν την εξουσία. Και τα κλειδιά των κλουβιών αυτών είναι οι ίδιες νότες των δημιουργών τους. Αλλά και οι νότες αυτές, είναι και κλειδιά της αλήθειας στα αυτιά των ακροατών, που μπορούν να ξεχωρίσουν τον παραπλανητικό θόρυβο από την μουσική.

 

Jacek Henryk Maniakowski

 

Πηγή: https://deadline.com/2020/04/spotify-wind-of-change-cia-scorpions-podcast-1202918332/

https://en.wikipedia.org/wiki/Crooked_Media

https://crooked.com/team/

Elvis Presley - Suspicious Minds

 

Η δημιουργία ενός τραγουδιού είναι μια μάλλον πιο εσωτερική διεργασία, αλλά όχι πάντα. Όμως η εκτέλεση είναι καθαρά εξωτερική και συνίσταται με την λάμψη του τραγουδιστή, ώστε να ακουστεί σε όσους περισσότερους είναι δυνατόν. Φυσικά από κει και πέρα γίνεται καθαρά προσωπική υπόθεση του ακροατή και συνδυάζεται ή εκφράζει δικά του πια βιώματα. Ειδικά όταν το τραγούδι είναι ερωτικό ή έστω περιφέρεται γύρω από αυτό το θέμα, τότε η κατάλληλη φωνή είναι και το καλύτερο μέσο για να μπει σε … πολλές καρδιές. η μουσική μήτρα του Memphis είχε πληθώρα από δημιουργούς και εκτελεστές και δεν είναι τυχαίο που οι πιο αθάνατες μελωδίες γεννήθηκαν εκεί. Απλά έφτανε ένας έξυπνος διαμεσολαβητής, ώστε να ταιριάξει ένα μουσικό δημιούργημα με την κατάλληλη φωνή.




Και αν αυτή φωνή ανήκει στο μοναδικό βασιλιά του rocknroll τότε μάλλον η συνέχεια είναι αναμενόμενη. Αποτέλεσμα λοιπόν, μιας τέτοιας διεργασίας είναι και το Suspicious Minds, που το γνωρίσαμε μέσα από την εκτέλεση του μοναδικού Elvis Presley. Το τραγούδι φυσικά δεν είναι του «βασιλιά» αλλά ανήκει στον τραγουδοποιό Mark James, ή Francis Zambon, όπως γράφει η ταυτότητά του, υπεύθυνου για ένα ακόμα hit, του Always on My Mind. Ο δημιουργός είχε ήδη σημειώσει κάποιες επιτυχίες σε τοπικό επίπεδο των Νοτιών Η.Π.Α. και αυτό τον έφερε σε επαφή με την Memphis Soul. Η συγκεκριμένη δημιουργία του όμως, δεν ξεκίνησε την πορεία της με τις καλύτερες προοπτικές, καθώς η δική ηχογράφηση,  που κυκλοφόρησε από την Scepter Records χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση. Αλλά ευτυχώς ο Chips Moman παραγωγός της δισκογραφικής Memphis Soul το πρόσεξε και το πρότεινε στον  Elvis το 1969, έναν χρόνο μετά την δημιουργία του. Ο «βασιλιάς» απλά το ερωτεύτηκε και «μυρίστηκε» την επιτυχία που θα τον έφερνε ξανά στην κορυφή μετά από απουσία 7 ετών. Όπως αποδείχτηκε ήταν και το τελευταίο του Νο 1.



Το λυρικό μέρος είναι καθαρά ερωτικό και μιλάει για μια προσωπική εμπειρία του δημιουργού του. Μιλάει για την έλλειψη εμπιστοσύνης σε μια σχέση και σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν και αβάσιμη. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην περίπτωση που ο τραγουδοποιός ήταν παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα, αλλά είχε ακόμα καψούρα με τον παιδικό του έρωτα, που είχε επίσης παντρευτεί. Τα συναισθήματα του τα είχε υποψιαστεί η σύζυγος, αλλά πίστευε πως με τον καιρό αυτά θα άμβλυναν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και εκτός από ένα ερωτικό τρίγωνο δημιουργήθηκε και μια από τις πιο κλασικές συνθέσεις.

Η ηχογράφηση από τον Elvis έγινε στα American Sound Studio στις 23 Ιανουάριου του 1969. Χωρίς την παρουσία του δημιουργού, αν και βρισκόταν στην ίδια πόλη προτίμησε να μην παρίσταται, επειδή διαπίστωσε λίγες μέρες πριν, πως ο «βασιλιάς» ένιωθε άβολα μπροστά του. Έτσι η διεργασία  πραγματοποιήθηκε από τις 4 μέχρι τις 7 τα ξημερώματα. Αργότερα όμως ήταν παρών στο μιξάρισμά του και η πρωτότυπη του ηχογράφηση του φάνηκε πολύ αργή, αλλά το τελικό, πιο γρήγορο, αποτέλεσμα απλά τον ενθουσίασε. Η πρώτη του ζωντανή εκτέλεση έγινε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνο στο Las Vegas International Hotel. Το σινγκλ κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου και δεν άργησε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του Αμερικάνικου chart. Ήταν το τελευταίο του Νο 1 τραγούδι πριν τον θάνατό του. Το τραγούδι δίνει την εντύπωση πως τελειώνει πρόωρα στο 3:36, αλλά αυτό το «σβήσιμο» κρατάει για 15 δευτερόλεπτα, για να επανέλθει και να τελειώσει με επαναλαμβανόμενο το ρεφρέν. Ο σκοπός είναι να αποδώσει και εκτελεστικά την σημασία των στίχων.



Αλλά μετά τον θάνατο του «βασιλιά» το τραγούδι υπέστη νομική ταλαιπωρία σχετική με δικαιώματά του ανάμεσα στον παραγωγό του τραγουδιού, τους διαχειριστές της περιουσίας του Elvis και την δισκογραφική RCA. Οι κερδισμένοι βγήκαν τελικά οι διαχειριστές της περιουσίας του τραγουδιστή. 


Από τις επανεκτελέσεις του η πιο αξιοσημείωτη είναι αυτή των
Fine Young Cannibals, όπου τα πίσω φωνητικά κάνει ο Jimmy Somerville. Το βιντεοκλίπ που το συνοδεύει είναι ασπρόμαυρο στο πρώτο του μισό, αλλά στο δεύτερο προστίθενται χρώμα στα ρούχα των μουσικών. Ο σκοπός αυτής της απόδοσης ήταν δείξει την πορεία του μοναδικού βασιλιά του 
rocknroll. Το τραγούδι ποτέ δεν ανέβηκε στο Νο 1 στην Μεγάλη Βρετανία.


Jacek Henryk Maniakowski

Rock -e - pedia: Atmospheric Black Metal

 

Στα πιο σκοτεινά μέρη, ακόμα και το ελάχιστο φως έχει την δυνατότητα να λάμψει.

 

Atmospheric Black Metal (γνωστό και σαν Ambient Metal ή ABM)

 

 

Πως ακούγεται: Σαν τον José Padilla* να κάνει πρόγραμμα στο Café del Mar της κόλασης αντί στην Ibiza ή σαν να έκανε ο ίδιος κρυφή ζωή σαν συνθέτης για Black Metal μπάντα. Ουσιαστικά είναι ένα υποείδος του black metal. Βασική του επιρροή υπήρξε η  Ambient μουσική.

Χαρακτηρίζεται από την εστίασή του στο να δημιουργεί σκοτεινές ή χαρούμενες ατμόσφαιρες, ονειρικές ή αιθέριες υφές και μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια.

Η μελωδία του είναι συνήθως αργή με σπάνια χρήση blast beat, χωρίς απότομες αλλαγές και γενικά διαθέτει αργά αναπτυσσόμενες, μερικές φορές επαναλαμβανόμενες μελωδίες και riffs, που τη διαχωρίζουν από άλλα στυλ black metal.

Eίναι λιγότερο επιθετικό συγκριτικά με το Black Metal.

Οι στίχοι του έχουν να κάνουν με τη φύση,  τη λαογραφία, τη μυθολογία και την προσωπική ενδοσκόπηση

Γιατί να το ακούσουμε: γιατί είναι μελωδικό και ατμοσφαιρικό, μας αρέσει η Ambient του Café del Mar, αλλά δεν μας αρέσει η μεσογειακή ζέστη ούτε η ατμόσφαιρα της Ibiza και θέλουμε κάτι πάνω από τον αρκτικό κύκλο … τον χειμώνα. Βασικά γιατί είναι πρωτοπόρο, μελωδικό και με ψηλή ποιότητα. Αλλά και γιατί θες να πας σε Buddha Bar, αλλά δεν σε βάζουν μέσα με αυτό το βάψιμο που έχεις στα μούτρα σου, ούτε με αυτά που φοράς και βρήκες εναλλακτική λύση.




Γιατί όχι: έλεος με τα γλυκανάλατα τραγούδια στην κόλαση, στο τέλος θα την μετατρέψουμε σε μπισκοτόσπιτο με τον τρισκατάρατο να παθαίνει ζάχαρο. Βασικά γιατί θέλουμε κάτι πιο γρήγορο και κάτι παθαίνουν τα αυτιά μας με την πολύ παραμόρφωση στον ήχο.

Που; Νορβηγία, που αλλού; Μα φυσικά εκεί που έχει πολύ χιόνι και λίγο φως.

Πότε; Αρχές της δεκαετίας του ‘90.

Ποιοι; Πρωτοπόροι του είδους θεωρούνται οι τον Burzum στις αρχές της δεκαετίας του '90 με το άλμπουμ "Filosofem".

Πρόκειται για τον πρώτο Black Metal δίσκο που είχε επιρροές από Dark Ambient.

Εξέχουσα θέση στην ανάπτυξη του είδους έχουν και οι Drudkh, Agalloch, Wolves in the Throne Room και Summoning.

Στο ατμοσφαιρικό περιλαμβάνονται και μπάντες από άλλα είδη μουσικής όπως οι Saor, Winterfylleth (Celtic ή folk metal), Summoning, Caladan Brood (Medieval Music) και οι Astral Path (space themes).




Αλλά ακόμα να ακούσεις: Lunar Hollow, Byrhtnoth, Wintaar, Fear of Eternity, Theresia, Arkhtinn, Solar Temple, Hæthen, Ulver, Blut aus Nord, Fen, None (Damp Chill of Life), Saor, Ringarë (Under Pale Moon), Spectral Lore (III),

Μέρες δόξας:  βασικά δεκαετία του ’90, αλλά μέσα σε έναν συγκεκριμένο κύκλο και γενικά ακολουθεί την  Black Metal, όταν αυτή γνωρίζει κάποιες δόξες και εκτός της κόλασης.

Κόκκινη κάρτα: οι ρατσιστικές δηλώσεις κάποιων εμβληματικών μουσικών του είδους, καθώς και ακραίες τους πράξεις. Η υπερβολή πολλές φορές και στον ήχο και στην σκηνική παρουσία.

Με τι μπερδεύεται; με Black Metal, Black-doom, blackened death metal, melodic black-death και με την ίδια την κατάθλιψη ενός κατοίκου βόρεια του αρκτικού κύκλου.

Τι λες στον άσχετο; αυτό που θα ακούσεις στο Café del Mar, αλλά με σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D και με τα ηχεία να χαλάνε σε μερικά σημεία των συνθέσεων.

 

Jacek Henryk Maniakowski

* https://en.wikipedia.org/wiki/Jos%C3%A9_Padilla_(DJ)

Rock -e - pedia: Anatolian rock

Κάθε τόπος έχει τους δικούς του ήχους, ακόμα και το θρόισμα τον φύλλων ακούγεται διαφορετικό από τόπο σε τόπο.

Anatolian rock (γνωστό σαν Anadolu rock και επίσης σαν Turkish rock)

 

Πως ακούγεται: Σαν rock δεκαετίας του ’70, αλλά υπερβολικά μελωδικό, στα όρια του art rock, αλλά στα τούρκικα. Με πολλά βιολιά στο background, ακόμα και παραδοσιακά όργανα.

Γιατί να το ακούσουμε: Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι μουσικοί και οι συνθέσεις είναι αρκετά ποιοτικές. Και γιατί είσαι πάνω από 50 και θες μελωδία στα αυτιά.



Γιατί όχι:  μοιάζει πολλές φορές με μουσική καρικατούρα γαλλικών τραγουδιών των ‘60ς ή κάποιων pop-rock αμερικάνικων. Και γιατί σου ξενίζουν τα τούρκικα σαν γλώσσα.

Που; Τουρκία

Πότε; Τέλη δεκαετίας του ’50 ως αρχές ‘80

Ποιοι; Ο Erol Büyükburç όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άρχισε να κάνει διασκευές αμερικάνικων επιτυχιών στα τούρκικα και ακούγονταν σαν να ήταν τελείως διαφορετικά τραγούδια. Επίσης οι Timur Selçuk και Barış Manço καθιέρωσαν το είδος.

Αλλά ακόμα να ακούσεις: Cem Karaca, Barış Manço, Erkin Koray, Fikret Kızılok, Selda Bağcan, Moğollar, Silüetler, 3 Hürel, Kurtalan Ekspres, Grup Çığrışım, Grup Çağrışım, Mavi Işıklar, Apaşlar, Kaygısızlar, Haramiler, Modern Folk Üçlüsü και Kardaşlar



Μέρες δόξας:  Στις πιο δημοκρατικές εποχές της Τουρκίας, κάπου στην δεκαετία του ‘70

Κόκκινη κάρτα: Ο τοπικός του χαρακτήρας δεν μπορούσε να περάσει τα σύνορα της χώρας. Ουσιαστικά είναι κομμένο και ραμμένο μόνο για την κλειστή κοινωνίας της Τουρκίας.

Με τι μπερδεύεται; Με Turkish folk, psychedelic folk και folk rock

Τι λες στον άσχετο; Σαν γαλλικές μπαλάντες, αλλά στα τούρκικα. 



Jacek Henryk Maniakowski

Γιατί η διάρκεια ενός single τραγουδιού είναι στα 3-4 λεπτά;

 

Υπάρχει μια βουδιστική παραβολή, οποία μιλάει για αγελάδα, που ήθελε να περάσει από ένα δάσος, αλλά χάθηκε μέσα σε αυτό. Με τα πολλά και βολοδέρνοντας μέσα σε αυτό, μετά από μερικές μέρες κατάφερε να βγει από αυτό. Μετά από καιρό, ένας βοσκός ήθελε να διασχίσει το ίδιο δάσος μαζί με το κοπάδι του, αλλά δεν γνώριζε τον δρόμο. Έτσι όταν βρήκε ένα μικρό μονοπάτι, το οποίο σχημάτισε η αγελάδα, αποφάσισε να το ακολουθήσει. Όμως, ζορίστηκε πολύ να βγει από το δάσος, μιας που μόνο εύκολος δεν ήταν ο δρόμος προς την έξοδο. Το μονοπάτι έγινε και πιο φαρδύ, αλλά πάντα ήταν η χειρότερη λύση να διασχίσει κανείς το δάσος. Παρ’ όλα  αυτά οι άνθρωπου ακολουθούσαν το μονοπάτι, που αργότερα έγινε κανονικός δρόμος, πάντα βρίζοντας και αναρωτώντας για το ποιος έφτιαξε αυτόν το δύσβατο δρόμο, χωρίς να αλλάξουν τίποτα σε αυτό. Στο τέλος το δάσος δεν υπήρχε πια, αλλά ο δρόμος έμεινε και χτίστηκε μια πόλη γύρο από αυτό μια πόλη… και όλοι όσοι ζούσαν σε αυτή βρίζανε πάντα αυτόν που την σχεδίασε.

Η ουσία της παραβολής είναι ότι κάποιοι κανόνες ακολουθούνται με ευλαβική … ανοησία. Στην μουσική δεν είναι λίγα τα παραδείγματα για κάτι τέτοιο. Ίσως ένα από τα βασικά είναι ο περιορισμός ενός single τραγουδιού στα 3-4 λεπτά. Οι εξαιρέσεις σαν αυτή των Queen και το  "Bohemian Rhapsody", απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αλλά το ερώτημα αυτό δεν βασανίζει και πολύ κόσμο, ουσιαστικά την απόλυτη πλειοψηφία. Αλλά από την άλλη γιατί να μην απαντήσουμε σε κάτι τέτοιο;



Η αρχή είναι στις αρχές της δημιουργίας του δίσκου βινυλίου. Ο δίσκος του γραμμοφώνου εμφανίστηκε τον 19 αι., μια εφεύρεση του Emil Berliner. Η ταχύτητά του ήταν στις 70 στροφές ανά λεπτό, κάτι που περιόριζε σημαντικά την διάρκεια ενός τραγουδιού, οποία ιδανικά κυμαινόταν στα 3-4 λεπτά. Κάπου στην δεκαετία του ’50, εμφανίστηκαν τα 45-άρια, οποία ήταν και πιο ελαφριά, πιο φτηνά και με μεγαλύτερη αντοχή. Και το πιο ενδιαφέρον και σε αυτήν την περίπτωση, η πιο ιδανική λύση ήταν και τα 3-λεπτ τραγούδια.

Αλλά μεγάλο ρόλο σε στην διατήρηση αυτού του στερεότυπου έπαιξε και το ραδιόφωνο. Οποίο «αγαπούσε» μικρές συνθέσεις. Ο λόγος μάλλον είναι ευνόητος, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε και το φαινόμενο payola (https://en.wikipedia.org/wiki/Payola). Την ίδια εποχή εμφανίστηκε η έννοια του single-σύντομη έκδοση, στο οποίο βρισκόταν 1-2 συνθέσεις. Και παρ’ όλο που η χωρητικότητα μιας κασέτας ή ενός δίσκου βινυλίου είναι αρκετά μεγάλη, το single παραμένει σε διάρκεια ως 4 λεπτά. Και ένα μεγάλο «γιατί» αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας.



Η απάντηση ή η εικασία βρίσκεται στους ίδιους τους δημιουργούς. Οποίοι επιβεβαιώνοντας την παραβολή, συνθέτουν με τέτοιο τρόπο, ώστε ν έχουν πιθανότητες να παιχτούν τα τραγούδια τους στο ραδιόφωνο. Έτσι επιλέγουν συνθέσεις, οποίες δεν ξεπερνούν τα 4 λεπτά. Και όσο είναι μεγάλη η σύνθεση, άλλο τόσο υπάρχει πιθανότητα ο ακροατής να αλλάξει σταθμό. Οι διαφημίσεις, στις οποίες επίσημα στηρίζεται ένα ραδιόφωνο, παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Όσο μικρότερο το τραγούδι, τόσο ελεύθερος χρόνος μένει για αυτές. Αλλά ακόμα ένα ακόμα επιχείρημα για την συγκεκριμένη διάρκεια ενός τραγουδιού, είναι το γεγονός πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για μεγαλύτερη διάρκεια των 4 λεπτών, για να ακούσει ένα τραγούδι.

Ένα πονηρό ερώτημα όμως βασανίζει τους φίλους της rock & metal μουσικής: μήπως τελικά έχουν μεγαλύτερες ικανότητες και δυνατότητες από τον μέσο άνθρωπο;


Jacek Henryk Maniakowski

 

Πηγή: https://www.antyradio.pl/Muzyka/Duperele/Dlaczego-wiekszosc-piosenek-trwa-3-minuty-29454