Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Rock - e - pedia: Doowop

Αν δεν μπορείς να κατανοήσεις την παιδική απλότητα, τότε πολύ δύσκολα θα καταλάβεις την πολυπλοκότητα του κόσμου.


Doowop doo-wop και doo wop)

 

 

Πως ακούγεται: σαν μεθυσμένοι φάλτσοι Ιρλανδοί να τραγουδάνε για τον έρωτα ενός φίλου τους, του χαμένου έρωτα ή τελείως «χαμένου» φίλου τους. Αλλά… χωρίς να είναι μεθυσμένοι ούτε φάλτσοι, αλλά ούτε καν Ιρλανδοί, μόνο τραγουδάνε για κάποιον έρωτα, φανταστικό ή μη. Στην ουσία όμως είναι ένα είδος Rhythm and Blues μουσικής που προήλθε από τη νεολαία Αφροαμερικανών. Μια μίξη pop και rock n roll σε μπαλάντα με πολλά ου ου ου ου και οοο οοο οοο

Γιατί να το ακούσουμε: Γιατί είναι όμορφο, μελωδικό, απλό και αγαπησιάρικα χαϊδοκώλικο. Αλλά και αποτελείται πάντα από υπέροχες φωνές, κατάλληλες για μια γνήσια και παλαιάς κοπής ερωτική εξομολόγηση.



Γιατί όχι: Γιατί άρεσε στον παππού σου και την γιαγιά σου και σε παραμυθιάζουν πως με αυτά τα τραγούδια ερωτευτήκαν. Αλλά όταν λέει ο παππούς πως τότε γραφόταν πραγματική μουσική, εννοεί αυτό, αλλά δεν ξέρει πως λέγεται. Είναι υπερβολικά γλυκανάλατο.

Που; Κυρίως στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ

Πότε; Τη δεκαετία του ‘40.

Ποιοι; Οι ρίζες του doo-wop, ξεκινάνε ήδη από το 1930 σε άλμπουμ των Mills Brothers και Ink Spots.

Ο όρος "doo-wop" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή μόλις το 1961. Η εφημερίδα “The Chicago Defender” χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει το τραγούδι "Blue Moon" του Marcels. Στο "Just A-Sittin' And A-Rockin" των Delta Rhythm Boys το 1945, ακούγεται η φράση “Doo-wop", για πρώτη φορά.

Αργότερα την ακούμε ξανά το 1953 στο "Good Lovin'" των Clovers, αλλά και ένα χρόνο μετά στο ρεφρέν του "Never" των Carlyle Dundee & the Dundees. Αξιοσημείωτο είναι πως και στο "Mary Lee" των Rainbows ακούγεται η φράση “do wop de wadda”, αλλά και στο "In the Still of the Night" των Five Satins.

Αλλά ακόμα να ακούσεις: The Oriols, The Platters, The Accents (Wiggle, Wiggle), The Ad Libs (The Boy from New York City), The Alley Cats, The Aquatones, The Belmonts, The Blue Jays, The Cadets, Moonglows (Sincerely), Penguins (Earth Angel), the Cadillacs (Gloria), the Heartbeats (A Thousand Miles Away), Shep & the Limelites (Daddy's Home), Dion and the Belmonts (I Wonder Why),  the Earls, the Chimes, the Mystics.



Μέρες δόξας:  Κέρδισε δημοτικότητα στη δεκαετία του ‘50, όπου θεωρήθηκε «καλλιτεχνικά και εμπορικά βιώσιμο» μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Συνέχισε, ωστόσο να επηρεάζει τους καλλιτέχνες και αργότερα. Γενικά δοξάστηκες σε εκατομμύρια καψούρες ανά τον κόσμο και συνεχίζει ακόμα να δοξάζεται σε έρωτες μεγαλο-εφήβων.

Κόκκινη κάρτα: μυρίζει μούχλα και πολλές φορές μοιάζει με την μασέλα της γιαγιάς. Ακόμα είναι υπερβολικά εύπεπτο σαν την σούπα της γιαγιάς. Και πολλά τραγούδια μοιάζουν μεταξύ τους, απλά μιλάνε για διαφορετική καψούρα. Στην ουσία όμως και όλες οι καψούρες είναι ίδιες.

Με τι μπερδεύεται; Με πρώιμο rocknroll και πολλοί νομίζουν ότι είναι αυτό Μπερδεύεται με Jazz, Blues, Boogie, Soul, Traditional Pop,  R&B και Rap.

Στην ουσία, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η εξέλιξη της Jazz και Blues.

Τι λες στον άσχετο; Όπου ακούς πολλά  "doo-wop-doo-wop," και “wah-wah-wah-wah” με στίχους που μιλάνε για εφηβικούς έρωτες και το θυμάται ο παππούς, εε αυτό είναι.


Jacek Henryk Maniakowski


Rock - e - pedia: Digital Hardcore

 

Ένα καθαρό ποτάμι πάντα κάνει και πολύ θόρυβο


Digital hardcore

 

 

Πως ακούγεται: σαν τσαντισμένοι πάνκηδες να κάνουν θόρυβο την ίδια στιγμή που κάποιοι εξασκούνται σε ηλεκτρονική μουσική. Ουσιαστικά είναι μια μίξη hardcore punk με breakbeat, techno, drum and bass και μια δόση από noise music, μαζί με industrial rock. Όλα αυτά ντύνονται με έντονο κοινωνιο-πολιτικό στίχο.

Γιατί να το ακούσουμε: γιατί είναι μια θορυβώδης πανκιά γεμάτη τσαντίλα και με στίχους που δεν κρύβονται πίσω από μάσκες, ούτε καν πίσω από λυρικές μεταφορές. Με κυνισμό που τιμάει την punk παράδοση.



Γιατί όχι: γιατί είσαι ρομαντικός δεν δέχεσαι να σου πετάνε μάσα στα μούτρα την ίδια την πραγματικότητα και γιατί μερικές φορές ακούγεται σαν να έχουν χαλάσει τα ηχεία σου.

Που; Γερμανία, ειδικά στο Βερολίνο

Πότε; Αρχές δεκαετίας του ’90

Ποιοι; Αναμφίβολα ο Alec Empire μαζί με την μπάντα του, τους  Atari Teenage Riot, ξεκίνησαν το είδος. Ο ίδιος το 1994 ίδρυσε και την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία, την Digital Hardcore Recordings, δύο χρόνια μετά την δημιουργία του σχήματός, όπου είναι frontman. Σε λίγα χρόνια μάζεψε αρκετές μπάντες με παρόμοιο ήχο, θεμελιώνοντας το είδος με σχήματα έξω από το Βερολίνο και την Γερμανία, όπως οι Gangstar Toons Industries (Paris), Praxis (London), Cross Fade Enter Tainment (Hamburg), Drop Bass Network (U.S.), και Bloody Fist (Australia)

Αλλά ακόμα να ακούσεις: Christoph de Babalon, Cobra Killer, Sonic Subjunkies, EC8OR, Hanin Elias, Lolita Storm, Nic Endo, The Panacea, The Mad Capsule Markets, Left Spine Down, Motormark, Death Spells, The Shizit, Rabbit Junk, and Fear, Loathing in Las Vegas, We Butter the Bread with Butter, Left Spine Down, Death Spells, Rabbit Junk, Death Grips και Machine Girl.



Μέρες δόξας:  πέρα από κάποιες σχετικές μεμονωμένες επιτυχίες κάποιων συγκροτημάτων παραμένει ένα underground κίνημα.

Κόκκινη κάρτα: ο χαρακτηρισμός του ως εκφραστής ακροαριστεράς και γενικά ο underground χαρακτήρας και εμμονή στο αντισυμβατικό.

Με τι μπερδεύεται; με Anarcho-punk, electronicore, electropunk, hardcore techno, industrial metal, noise rock, industrial hardcore. Ενίοτε και το ίδιο μπερδεύεται με την ύπαρξή του… to be or not to be

Τι λες στον άσχετο; σαν να πλακώνονται στο ξύλο μέσα στο στούντιο ένας χαρντκοράς πάνκης με ένας οπαδό της techno και κάποιος το ηχογράφησε


Jacek Henryk Maniakowski

Rock - e - pedia: Desert rock

Ακόμα εκεί που δεν φυτρώνει τίποτα, κάποιες νότες μπορούν να ηχήσουν.


Desert rock ( περισσότερο γνωστό σαν Palm Desert Scene)

 

 

Πως ακούγεται: σαν να μαρσάρει μια Harley σε χωμάτινο δρόμο και με τον αέρα να φυσά σηκώνοντας σκόνη, η οποία χτυπάει ελαφρά το μισογεμάτο ντεπόζιτο βγάζοντας έναν συρτό ήχο. Σοβαρά τώρα; Οκ σαν μίξη stoner με south rock με ψήγματα από   psychedelia, blues, heavy metal, punk rock, acid rock και alternative rock.

Γιατί να το ακούσουμε: Γιατί είναι βρώμικο, ιδιαίτερο και έχουν βγει πολλά διαμάντια στο είδος αυτό, που έχουν στιγματίσει την γενικότερη σκηνή της rock.



Γιατί όχι: Γιατί ξεραίνονται τα αυτιά μου και γεμίζουν άμμο, αλλά και γιατί είναι υπερβολικά τραχύ πολλές φορές, αργόσυρτα riffs πολλές φορές κουράζουν κρύβοντας την «αταλεντοσύνη» κάποιων μουσικών. 

Που; Η.Π.Α., Palm Desert, Southern California και στα μπαρ της περιοχής αυτής.

Πότε; Αρχές δεκαετίας του ‘90

Ποιοι; Μάλλον τα παραισθησιογόνα της ερήμου θα μπορούσαν να είναι οι πρόδρομοι του είδους, αλλά οι Yawning Man θεωρούνται από του πρωτοπόρους του είδους. Αλλά και οι Desert Sessions που διοργάνωνε ο Josh Homme των Queens of the Stone και Kyuss, μαζί με άλλους γνωστούς καλλιτέχνες

Αλλά ακόμα να ακούσεις: The Desert Session, Brant Bjork, Fu Manchu, Fatso Jetson, Nebula, Mondo Generator, earthlings?, Hermano, Ten East, Orquestra Del Desierto, Nick Oliveri, John Garcia, Slo Burn, Che, Them Crooked Vultures, Vista Chino, Unida



Μέρες δόξας:  τέλη δεκαετίας του ’90 και στα ‘00ς. Ουσιαστικά τότε βγήκαν μπάντες παγκόσμιου βεληνεκούς με άλμπουμ πραγματικά αριστουργήματα.

Κόκκινη κάρτα: Η υπερβολική αυτοπεποίθηση της επιτυχίας, δείχνει έναν δρόμο προς επανάληψη  εαυτού σε πιο ακραία προσέγγιση. Ποτέ οι μουσικοί της σκηνής δεν έγιναν σταρ.

Με τι μπερδεύεται; με grunge και stoner rock, αλλά και με experimental rock και psychedelic rock

Τι λες στον άσχετο; Κάτι γαμάτοι μουσικοί πειραματίζονται με παραισθησιογόνα και μουσική


Jacek Henryk Maniakowski


Planet of Zeus – Nervous Breakdown

 

Κάθε γέννα προϋποθέτει πόνο. Ο πόνος — ή όπως λεγόταν στα αρχαία, ο πόθος (πάθος) — είναι πάντα ικανός να γεννήσει νέα ζωή. Το σπάσιμο των ορίων, ή η ανάγκη για αυτό, αποτελεί τη βασική αιτία του πόνου. Σπάνια όμως ο πόνος μειώνει αυτή την ανάγκη. Το αποτέλεσμα είναι πάντα μια νέα ζωή ή μια νέα δημιουργία. Και τίποτα δεν δημιουργείται χωρίς κόπο ή πόνο — όπως οριζόταν και στα αρχαία χρόνια ο κόπος.

Ο εκνευρισμός, ή αλλιώς το σπάσιμο νεύρων, είναι ένα από τα δημιουργικά κατάλοιπα. Κι όμως, κάθε ικανός καλλιτέχνης μπορεί να μετατρέψει τα πάντα σε τέχνη — αρκεί να έχει τη διάθεση να ακούσει και να αφουγκραστεί. Κάπως έτσι, ένα Nervous Breakdown αποτέλεσε ένα σημαντικό σκαλοπάτι για μια μεγάλη πορεία προς την κορυφή.



Η πορεία του τραγουδιού ξεκινά το 2005, όταν το συγκρότημα κυκλοφόρησε μόνο το demo του.

«Το Nervous Breakdown ηχογραφήθηκε για τη συλλογή In the Junkyard Vol.2 της ανεξάρτητης εταιρείας Spinalonga Records το σωτήριο έτος 2005», αναφέρει η μπάντα.

Τότε, οι Planet of Zeus ήταν ακόμα τρίο: Μπάμπης Παπανικολάου – κιθάρα και φωνή, Γιάννης Βράζος – μπάσο, Στέλιος Προβής – ντραμς. 

Η επικοινωνία είναι μια κατάκτηση που έρχεται με ωριμότητα και με την κατανόηση κοινού σκοπού. Και η απόσταση, πολλές φορές, ευνοεί… την απουσία της.

«Στο συγκεκριμένο track, θέλαμε να αποτυπώσουμε τα νεανικά μας νεύρα — κυρίως αυτά που είχαμε μεταξύ μας, μιας και τότε τα τρία μέλη της μπάντας ζούσαν σε τρεις διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας και η συνεννόηση ήταν ανέφικτη», αποκαλύπτει το συγκρότημα. Η μουσική δημιουργήθηκε πρώτη, και οι στίχοι προστέθηκαν αργότερα — μια διαδικασία σύνθεσης που η μπάντα έχει υιοθετήσει μέχρι σήμερα.

«Κατά την ηχογράφηση των φωνητικών, μέσα στο booth μαζί με τον Μπάμπη, σε μια γωνία, σκυφτός, με αγκαλιά ένα μικρόφωνο και πολλά νεύρα, ήταν φίλος μας — μουσικός, γνώστης και τότε μέλος σε indie rock μπάντα — ο οποίος αναφώνησε: I’m on a nervous breakdown.» Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο τίτλος του τραγουδιού. Άλλωστε, ένας σωστός μουσικός έχει τα αυτιά του ανοιχτά για κάθε ερέθισμα — και ξέρει να το μετατρέπει σε στίχους και μουσική.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε και στο ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματος Eleven the Hard Way.
Υπάρχει όμως και ένα μικρό “κυνήγι θησαυρού” μέσα στον δίσκο: στο εξώφυλλο αναγράφονται δέκα τραγούδια, με το Nervous Breakdown να απουσιάζει.

Το συγκρότημα αποκαλύπτει τι ακριβώς συμβαίνει, μαζί με ένα ενδιαφέρον περιστατικό από κορυφαίο — για πολλούς — τραγουδιστή της heavy metal μουσικής:

«Το track αυτό βρήκε τον δρόμο του και στο ντεμπούτο άλμπουμ μας Eleven the Hard Way, σαν κρυφό κομμάτι στο τέλος του τελευταίου track Space Loop 430, κάνοντας τον Bruce Dickinson να απορήσει κατά τη διάρκεια της εκπομπής του στο BBC Radio για ποιο λόγο ο δίσκος έχει δέκα κομμάτια ενώ ο τίτλος του παραπέμπει σε δίσκο με έντεκα.»

Καταλήγει ο Γιάννης Βράζος, ο οποίος διηγείται την ιστορία του τραγουδιού για τις ανάγκες του ενθέτου Songstories του Jacek Maniakowski, που παρουσιάστηκε στο 1055 Rock στην εκπομπή του Νίκου Δαλαμπύρα.

Είναι γεγονός πως δεν είναι σπάνιο να διαλύονται μπάντες κατά την ηχογράφηση ενός άλμπουμ.
Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου όλη αυτή η ένταση έχει δημιουργικό αντίκτυπο — όπως ακριβώς συνέβη με τους Planet of Zeus.

Το Nervous Breakdown δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι. Ήταν μια στιγμή αλήθειας, μια κραυγή συναισθήματος, και τελικά… ένα σκαλοπάτι προς την κορυφή.



Jacek Henryk Maniakowski