Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Billy Joel "We Didn't Start the Fire"




Το "We Didn't Start the Fire" είναι ένα τραγούδι του Billy Joel, που βρίσκεται στο άλμπουμ του, το Storm Front του 1989, και νούμερο ένα στην Αμερική την ίδια χρονιά. Δεύτερο σινγκλ από αυτό το άλμπουμ είναι καθαρό δημιούργημα του του τραγουδιστή. Ουσιαστικά είναι ένα κομμάτι μάθημα ιστορίας και αναφέρεται σε πολλά γεγονότα από το 1949, την χρονιά που γεννήθηκε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ως το 1989, την χρονιά ρης δημιουργίας του.
Η έμπνευση για την δημιουργία του τραγουδιού ήρθε στο καλλιτέχνη μετά από μια συζήτηση με κάποιον που είχε την μισή του ηλικία για το θέμα πόσο χαώδης είναι ήταν παλιά ο κόσμος. Ο πιτσιρικάς μην γνωρίζοντας την ιστορία ανέφερε ότι απλά ο τραγουδιστής γεννήθηκε σε μια εποχή που δεν συνέβαινε τίποτα. Η κατανόηση στον πιτσιρικά, ότι απλά δεν γνώριζε τη ιστορία, ήρθε με την δημιουργία του τραγουδιού. Ουσιαστικά είναι το παιδικό του όνειρο να γίνει δάσκαλος της ιστορίας, προσπάθησε να χωρέσει σε ένα τραγούδι... και τα κατάφερε. 
Jacek Maniakowski

Ο άνθρωπος που δεν πέθανε ποτέ Joe Hill



Ο τίτλος αυτός αναφέρεται στον Joe Hill, ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Γουόμπλις  (Wobblies,Industrial Workers of the World (IWW)), τα αρχικά του συνδικάτου αυτού έδωσαν και αυτό το παράξενο όνομα. H IWW ως συνδικαλιστική οργάνωση δεν έμοιαζε με καμιά προηγούμενη. Ανειδίκευτοι και περιπλανώμενοι εργάτες, έγχρωμοι, μετανάστες από κάθε γωνιά της γης, μαχητικοί και ασυμβίβαστοι ακτιβιστές έγιναν πολύ γρήγορα μέλη της. Σιδηροδρομικοί, οικοδόμοι, ξυλοκόποι, μεταλλωρύχοι της μαύρης λίστας των εργοδοτών, γελαδάρηδες, άνεργοι ναυτικοί, λιμενεργάτες, ήταν τα επαγγέλματα στα οποία απέκτησε μεγάλη βάση η IWW. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Γουόμπλις ήταν η αγάπη τους για τα τραγούδια, τα παραμύθια και τις όμορφες μελαγχολικές ιστορίες για τους σκληρούς αγώνες της τάξης τους. Στην διάρκεια των ατερμόνων εργατικών αγώνων τους άρεσε να κάθονται γύρω από τη φωτιά, δίπλα σε ντεπόζιτα, σε βαγόνια τραίνων, στην έρημο και να τραγουδούν. Έφτιαχναν διαρκώς τραγούδια πάνω σε παλιά μοτίβα, κυρίως σε ρυθμούς παλιών ύμνων.
Ο πιο γνωστός από αυτούς τους βάρδους ήταν Joe Hill, άνθρωπος που τον λάτρεψαν όλοι οι Γουόμπλις. Ο Τζο Χιλ, γεννήθηκε το 1879 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Σουηδίας. Το πλήρες όνομά του ήταν στα σουηδικά Emmanuel Hägglund. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία που πήγε στην Αμερική. Διαρκώς περιόδευε από Πολιτεία σε Πολιτεία, βοηθώντας στην οργάνωση των απεργιακών αγώνων. Η ποίηση, αλλά και η σύνθεση τραγουδιών που έπνεαν τους εργάτες στην πάλη τους ήταν μια άλλη αγαπημένη ενασχόλησή του, αυτή που τελικά τον έκανε γνωστό και αγαπητό.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1914, στην πρωτεύουσα της Γιούτα, το Salt Lake City, μέσα σε ένα χασάπικο-παντοπωλείο, ένα διπλό έγκλημα συμβαίνει. Θύματα, ο ιδιοκτήτης John Morisson και ο γιος του Arling. Δράστες δύο άγνωστοι, που είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους με κόκκινα μαντήλια και όργανο των δολοφονιών ένα πιστόλι. Το γεγονός ότι δεν αρπάχτηκαν χρήματα από το μαγαζί, έκανε ολοκάθαρο σε όλους ότι επρόκειτο για έγκλημα εκδίκησης. Το ίδιο απόγευμα, ο Τζο Χιλ που βρισκόταν στην πόλη προκειμένου να βοηθήσει στην οργάνωση μιας απεργίας, επισκέφτηκε τον τοπικό γιατρό φέροντας ένα τραύμα από εξοστρακισμό σφαίρας. Ο γιατρός αφού περιποιήθηκε το τραύμα, κατάγγειλε στις αρχές το περιστατικό, συν το γεγονός ότι ο Χιλ οπλοφορούσε. Με αφορμή κάποιες ψευδομαρτυρίες και ένα μαντίλι που βρέθηκε στα πράγματά του, ο Joe Hill δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τον διπλό φόνο.
Πολλοί άνθρωποι εκείνο το βράδυ είχαν ζητήσει ιατρική βοήθεια για τραύματα από όπλο στη Salt Lake City. Επίσης, πολλοί μα πολλοί άντρες οπλοφορούσαν νόμιμα. Οι επικλήσεις στη λογική που έκαναν οι συνήγοροι του Χιλ στην δίκη του, δεν έφτασαν. Το δικαστήριο καταδίκασε τον συνδικαλιστή σε θάνατο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Τζο καταδικάστηκε όχι για τους φόνους, αλλά επειδή ήταν ο ποιητής της εργατικής τάξης, ο εργάτης που εξέφραζε με τα τραγούδια του τις ανάγκες της τάξης του. Η φήμη ότι ο Χιλ βρισκόταν στο κρεβάτι με μια κυρία της καλής κοινωνίας της πόλης την ώρα της δολοφονίας, γεγονός που του έδινε ακλόνητο άλλοθι, καθώς και η αντρίκια στάση του στην ανάκριση προκειμένου να μην την εκθέσει, τον έκαναν ακόμα πιο ηρωικό και σπουδαίο στο μυαλό των πάντα συναισθηματικών Γουόμπλις.
Στην πρώτη φάση του εγκλεισμού του στις φυλακές, ο Χιλ υποστηριζόταν μονάχα από την εργατική τάξη. Στη συνέχεια όμως η υπόθεσή του άγγιξε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Διαμαρτυρήθηκαν η ίδια η κυβέρνηση και ο Βασιλιάς της Σουηδίας, εκατοντάδες εργατικές οργανώσεις ανά τον κόσμο, νομικές ενώσεις. 30.000 Αυστραλοί εργάτες σε μια μαζική συγκέντρωση στο Σίδνεϊ απαίτησαν με ψήφισμά τους να απελευθερωθεί ο ποιητής. Στο τέλος και ο ίδιος ο Πρόεδρος Ουίλσον έκανε έκκληση στο δικαστήριο της Γιούτα να κάνει αποδεκτή την έφεση και να επαναληφθεί η δίκη. Ο Τζο Χιλ, ο αγαπημένος ποιητής της αμερικανικής εργατικής τάξης, θα βρει τον θάνατο από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος στις 19 Νοέμβρη του 1915. Στο προαύλιο των φυλακών της Γιούτα. Τα τελευταία του λόγια ήταν : Μην κλαίτε για μένα. Οργανωθείτε !
Το πτώμα του ποιητή, αγκιτάτορα και οργανωτή, μεταφέρθηκε στο Σικάγο, όπου στην κηδεία του παρευρέθηκαν πάνω από 30000 εργάτες. Με βροντερή φωνή τραγουδούσαν το τραγούδι τους, "Δώστε τα χέρια". Οι πρώτοι που έγραψα γι αυτόν ήταν οι Earl Robinson και Alfred Hayes στη δεκαετία του 30. Αλλά έγινε γνωστό το όνομά του από την Joan Baez. Πολλές φορές η μπαλάντα για τον ποιητή αναφέρεται σαν παραδοσιακό Ιρλανδικό τραγούδι, αλλά προήλθε από το γεγονός ότι το είχαν συμπεριλάβει στα τραγούδια τους οι The Dubliners.
Οι στάχτες του χωρίστηκαν σε μικρές ποσότητες που στάλθηκαν στα παραρτήματα της IWW σε κάθε Πολιτεία, εκτός της Γιούτα, για να σκορπιστούν στον αέρα. Ο Χιλ, με το κλασικό μακάβριο χιούμορ του, είχε δηλώσει ότι «δεν θέλω να πιαστώ νεκρός στη Γιούτα». Ο φάκελος, ο οποίος περιείχε μια χούφτα στάχτη του Χιλ, στάλθηκε στα Αρχεία του κράτους στην Ουάσιγκτον. Παρέμεινε εκεί κρυμμένος μέχρι το 1988 που ανακαλύφθηκε. Επιστράφηκε στο Σικάγο, στους ανθρώπους που προεδρεύουν στα υπολείμματα της ΙWW, η οποία έχει συρρικνωθεί σε λίγες εκατοντάδες μέλη.
Jacek Maniakowski

Chumbawamba - Tubthumping (I Get Knocked Down)



Ο κόσμος σήμερα δεν έχει μάτια για το σοφό, το αληθινό, το ποιοτικό. Ίσως να του ρίξει μια φευγαλέα ματιά, ίσως να το προσπεράσει με αδιαφορία. Αν όμως κάτι είναι ενοχλητικό, αν κάνει θόρυβο, τότε θα το προσέξουν. Θα το σχολιάσουν. Θα το αναπαράγουν. Είναι μια πικρή αλήθεια: η προσοχή δεν πηγαίνει εκεί που υπάρχει ουσία, αλλά εκεί που υπάρχει ενόχληση. Κι έτσι, η ιδέα της σωκρατικής μύγας — αυτής που τσιμπάει για να αφυπνίσει — μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Όχι η μύγα που βουίζει άσκοπα, αλλά εκείνη που ενοχλεί για καλό. Γιατί μέσα στο πλήθος των τραγουδιών, τα περισσότερα είναι απλές μύγες: πετούν, βουίζουν, και πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους. Το “Tubthumping” των Chumbawamba είναι μια τέτοια μύγα. Ενοχλητική, ναι. Αλλά με σκοπό. Με πολιτική. Με ιστορία.


Κυκλοφόρησε στις 11 Αυγούστου του 1997 και έγινε το πιο επιτυχημένο single των anarcho-punk Chumbawamba. Σκαρφάλωσε στο Νο 2 του UK Singles Chart και στο Νο 6 στην Αμερική. Και όμως, το Rolling Stone το κατέταξε στο Νο 12 στη λίστα “20 Most Annoying Songs”. Ίσως γιατί δεν κατάλαβαν τι λέει. Ίσως γιατί τους ενόχλησε. Ο τίτλος “Tubthumping” είναι πολιτικός. Αναφέρεται σε κάποιον που μιλά δημόσια, φωναχτά, υπεράνω μόδας και κοινωνικών συμβάσεων. Οι Chumbawamba τον χρησιμοποιούν ειρωνικά, για να δείξουν την αντίσταση του απλού ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Το τραγούδι είναι ύμνος της εργατικής τάξης, της καθημερινής πτώσης και της αέναης προσπάθειας να σταθεί ξανά. Το “I get knocked down, but I get up again” δεν είναι απλώς ρεφρέν. Είναι πολιτική στάση.

Η ιδέα του τραγουδιού προήλθε από ένα γκράφιτι στο Παρίσι του ’68 , “Soyez réalistes, demandez l’impossible”, από την υπόθεση McLibel και από το μυθιστόρημα “The Loneliness of the Long Distance Runner”. Η McLibel ήταν μια δικαστική διαμάχη μεταξύ δύο ακτιβιστών του London Greenpeace και της McDonald’s. Οι ακτιβιστές μοίραζαν φυλλάδια που κατηγορούσαν την εταιρεία για εκμετάλλευση εργαζομένων, περιβαλλοντική καταστροφή και ανθυγιεινά προϊόντα. Η McDonald’s τους μήνυσε για δυσφήμιση. Η δίκη κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Οι ακτιβιστές δεν είχαν δικηγόρους. Η McDonald’s είχε στρατό. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση έγινε σύμβολο αντίστασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία έκφρασης των ακτιβιστών. Αυτό είναι το “I get knocked down, but I get up again”. Αυτό είναι το Tubthumping. Δεν είναι pop. Είναι punk. Είναι πολιτική. Είναι μύγα, αλλά όχι από αυτές που απλώς βουίζουν.

Η μπάντα αρνήθηκε πρόταση της Nike να χρησιμοποιήσει το τραγούδι στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Τους πήρε 30 δευτερόλεπτα να πουν “όχι”. Το τραγούδι έχει ακουστεί σε πολλές γλώσσες, με προσαρμοσμένους στίχους. Ακόμα και στα γαλλικά. Η έκδοση του single ξεκινάει σαν ποδοσφαιρικός ύμνος. Η εκτέλεση του άλμπουμ ξεκινάει με μονόλογο του Pete Postlethwaite από την ταινία Brassed Off (1996). Ο στίχος “Pissing the night away” γίνεται “Singing the night away” στο δεύτερο μέρος. Και το sample από το “Danny Boy” του 1910 είναι εκεί για να θυμίσει την εργατική τάξη, την ιρλανδική ταυτότητα, την αντίσταση.

Το μυθιστόρημα του Alan Sillitoe, “The Loneliness of the Long Distance Runner”, (με το οποίο εχουν ασχοληθεί και οι Iron Maidenείναι η αλληγορία του μοναχικού αντιστάτη. Τρέχει — όχι για να νικήσει, αλλά για να αρνηθεί να υπακούσει. Αυτό είναι το Tubthumping. Δεν είναι απλώς ένα ενοχλητικό τραγούδι. Είναι η μύγα του Σωκράτη, μεταμφιεσμένη σε ποδοσφαιρικό ύμνο. Ενοχλεί, ναι — αλλά για να αφυπνίσει. Και μέσα στον θόρυβο της εποχής, ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ακουστεί η αλήθεια.

Το “Tubthumping” των Chumbawamba είναι μια μύγα που ενοχλεί — αλλά όχι άσκοπα. Είναι η μύγα του Σωκράτη, μεταμφιεσμένη σε ποδοσφαιρικό ύμνο, που τσιμπάει για να ξυπνήσει. Κυκλοφόρησε το 1997, έγινε παγκόσμιο χιτ, και ταυτόχρονα μπήκε στη λίστα των πιο ενοχλητικών τραγουδιών. Όμως πίσω από το ρεφρέν “I get knocked down, but I get up again” κρύβεται μια πολιτική κραυγή: η αντίσταση του απλού ανθρώπου απέναντι στην εξουσία, η επιμονή του Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ. Η υπόθεση McLibel, η μακροβιότερη δίκη στην ιστορία της Βρετανίας, η άρνηση της μπάντας να συνεργαστεί με τη Nike, το γκράφιτι του Παρισιού του ’68, το μυθιστόρημα “The Loneliness of the Long Distance Runner” — όλα αυτά δεν είναι απλώς αναφορές, είναι το σώμα του τραγουδιού. Είναι η απόδειξη ότι η ενόχληση μπορεί να έχει σκοπό. Και μέσα στην ζούγκλα της πληροφορίας, όπου το ποιοτικό χάνεται, όπου έχουμε πέσει σε μια λήθη όμοια με αυτή των λωτοφάγων, βολεμένοι στον γλυκό καρπό της ευκολίας, το “Tubthumping” έρχεται να μας ταρακουνήσει. Γιατί η λήθη είναι ο θάνατος του δειλού. Και ίσως, τελικά, μια σωκρατική μύγα να είναι η μόνη που μπορεί να μας σώσει.



Adolf Plays the Jazz



Οι Adolf Plays the Jazz, είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, θα 'λεγα μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Είναι μια άλλη απόδειξη ότι, η ελληνική μουσική σκηνή είναι αστείρευτη από ταλέντο και οι εκπλήξεις παραμονεύουν σε... κάθε μήνυμα όπως, στην δική μου περίπτωση. Η μουσική ροκ σκηνή είναι κάτι σαν το δάσος του Αμαζονίου, ανεξερεύνητη  μυστηριώδης, μοναδική και πάνω απ' όλα γεμάτη όμορφες αντιθέσεις και πρωτοπόρες προτάσεις. Το σχήμα αυτό μας το αποδεικνύει περίτρανα, με αντιθέσεις που ξεκινάνε από το όνομά τους, που φαντάζει περισσότερο ειρωνικά περιπαιχτικό, παρά σαν δήλωση κάποιου γεγονότος ή κατάστασης.
Αν και τους ανακάλυψα, για τη ακρίβεια μου αποκαλήφθησαν, πολύ πρόσφατα το συγκρότημα υπάρχει αρκετά χρόνια. Ξεκίνησαν τυπικά το 2002 και λέω τυπικά γιατί το πρώτο τους κομμάτι γράφτηκε, το frank zappa needs haircut, το 1998 και έχει συμπεριλήφθει στο ΕΡ τους το muzzle the birds. Η πρώτη τους κυκλοφορία όμως, έρχεται το 2005 με το "cognac or brandy"ep. Η μουσική κατεύθυνση έχει σαφείς αναφορές στην post-rock σκηνή περνώντας από ένα κινηματογραφικό φίλτρο , κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές από τη χρήση samples η διαλόγων από ταινίες. Κυκλοφορούν ένα ακόμα ΕΡ, το "muzzle the birds", που περιέχει παλιά τους κομμάτια (1998-2002) και την επόμενη χρονιά κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ, το "art brokolo", Αλλά και μια συλλογή με όλα τα κομμάτια τους από τα προηγούμενα ΕΡ, το " another slice".
Το melt ΕΡ και το δεύτερο τους album ,το " day 4 | urban fiction part 1", που κυκλοφορούν μέσα στο 2007, είναι μέρη ενός tribute για την ζωή στις πόλεις με το δεύτερο κυρίως να αποτελεί το πρώτο μέρος ενός concept. Το καλοκαίρι του 2012 κυκλοφορούν το τελευταίο τους άλμπουμ, το "form follows function". Οι Οι adolf plays the jazz δεν έχουν συγκεκριμένη σύνθεση. Μέλος τους είναι οποιοσδήποτε έχει συμμετάσχει όλα αυτά τα χρόνια σε οποιοδήποτε πόστο, στις κυκλοφορίες ή στις όποιες δραστηριότητες τους . Φυσικά δεν μιλάνε για κάποια κολεκτίβα ή κάτι τέτοιο . Οι μουσική τους, εμπεριέχει πολλές αντιθέσεις, όπως και το όνομα τους. Από post-rock μέχρι ηλεκτρονική trip-hop, αλλά πάντα με ροκ υπόβαθρο. Η επιρροές επίσης, με πολλές αντιθέσεις, από Ισπανούς Ζωγράφους και γνωστό Έλληνα κομίστα ως trip-hop και ροκ συγκροτήματα, με κάποιον Τσέχο συγγραφέα στο ενδιάμεσο. Αξίζουν προσοχής.....

Jacek Maniakowski

Creedence Clearwater Revival - Susie Q



Το "Susie Q" έγινε ευρέως γνωστό από τους Creedence Clearwater Revival και κυκλοφόρησε στο ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1968. Ήταν το μοναδικό Top 40 hit του γκρουπ, το οποίο δεν γράφτηκε από τον John Fogerty. Το τραγούδι γράφτηκε και κυκλοφόρησε πάνω από μια δεκαετία πριν γίνει τόσο γνωστό. Συγκεκριμένα γράφτηκε από τον Dale Hawkins (1936–2010) κιθαρίστα και τραγουδιστή από τη Louisiana. Αν και γράφτηκε από τον ίδιο αποκλειστικά, σαν συνδημιουργοί του αναφέρονται επίσης ο Stan Lewis, ιδιοκτήτης της Jewel/Paula Records και Eleanor Broadwater, σύζυγος ενός DJ, του Gene Nobles από το Nashville και αυτό έγινε για να τους δώσει μετοχές από τα δικαιώματα του τραγουδιού.
Το κομμάτι γράφτηκε κατά παραγγελία για το KWKH Radio, ένα ραδιοφωνικό σταθμό του Shreveport,της Louisiana για να εξυμνήσει το πνεύμα της πολιτείας αυτής. Κάποια στιγμή αγοράστηκε το master tape του "Susie Q" από την Checker Records του Chicago και τότε γνώρισε την πρώτη του επιτυχία. Η εκτέλεση των Creedence Clearwater Revival αρχικά είχε διάρκεια 8:37 και έτσι κυκλοφόρησε και στο άλμπουμ. Στο σινγκλ σπάει σε δυο μέρη, όπου στο πρώτο σβήνει με το σόλο, με το οποίο ξεκινά και η άλλη πλευρά.
Υπάρχει κάποια σύγχυση σχετικά με το ποια είναι η Susie Q, αλλά αυτή προήλθε από το γεγονός, ότι το τραγούδι διασκευάστηκε και από την Suzi Quatro, το 1983. Οι διασκευές του κομματιού είναι πάρα πολλές για να αναφερθούμε σε αυτές. 

 Jacek Maniakowski