Ένα ρόδο όπως και να το ονομάσεις, πάντα το ίδιο θα μυρίζει.
Το ίδιο ισχύει και για τα σκατά
Death 'n' roll
Πως ακούγεται: Σαν hardrockή heavymetalτης δεκαετίας του ’70 με φωνητικά
death growl, που χαρακτηρίζουν την deathmetal
Γιατί να το ακούσουμε: δεν είναι άσχημος ο συνδυασμός,
ακούγεται πολύ φρέσκος και πολύ metal.
Γιατί όχι: ουσιαστικά δεν είναι τίποτα καινούργιο ούτε καν
πρωτότυπο, απλά αποτέλεσμα μουσικού παιχνιδίσματος ικανών παιχτών
Που; Σκανδιναβία, που αλλού; Και λίγο στις Κάτω Χώρες
Πότε; Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90
Ποιοι; Οι Σουηδοί Entombedμε το τρίτο τους άλμπουμ WolverineBluesτου
1993 χρησιμοποίησαν τον όρο για πρώτη φορά και μετά απλά τους κόλλησε, Gorefest από την Ολλανδία, ακόμα
και οι Carcass
ασχολήθηκαν με αυτό, όπως και οι SixFeetUnder. Οι Αυστριακοί PungentStenchείναι και
αυτοί από τους πρωτεργάτες του είδους.
Αλλάακόμαναακούσεις:οιΣέρβοι Fernando Colunga Ultimate Experience, Dismember,
Unleashed, Death Breath, Phazm, Horrific
Μέρες δόξας:Κάποιες
μπάντες απλά έχουν το κοινό τους και μια σχετική επιτυχία στους κόλπους της metal.
Κόκκινη κάρτα: αναμάσημα δοκιμασμένων συνταγών κάτω από το
πέπλο ενός διαφορετικού τίτλου και μπόλικη παραμόρφωση.
Με τι μπερδεύεται; Με numetal, alternativemetal
Τι λες στον άσχετο; Το smokeonthewaterτο ξέρεις; Σκέψου αυτό με
παραμορφωμένη κιθάρα και τον τραγουδιστή με βρογχίτιδα.
Υπάρχει μια ρήση που λέει πως την ιστορία την γράφουν οι
νικητές. Αν και για έναν πραγματικό ιστοριοδίφη, αυτό δεν αποτελεί κριτήριο.
Στην πραγματικότητα, την ιστορία την δημιουργούν οι ποιητές.
Γιατί οι ποιητές έχουν τη μοναδική ικανότητα να γεννούν ή να
φιλοξενούν ιδέες μέσα από τα γραπτά τους. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες σοφίες
γράφτηκαν — ή κρύφτηκαν — μέσα στην ποίηση.
Δεν είναι λίγες οι κοινωνίες που προσέφεραν προνόμια και
προστασία στους ποιητές, αναγνωρίζοντας τον ρόλο τους ως αόρατη συμπαντική
δύναμη που κρατά την ισορροπία. Σήμερα, όμως, οι ποιητές χλευάζονται,
περιφρονούνται και — για κάποιους — απλώς δεν υπάρχουν.
Οι Jane Doe, μέσα από το δεύτερο τους άλμπουμ The Enormous
Head of King Splendid, που κυκλοφόρησε από την Puzzlemusik τον Φεβρουάριο του
2013, δηλώνουν κατηγορηματικά:
All the Poets are Dead!
Αλλά σίγουρα δεν το εννοεί κυριολεκτικά ο Moss Doe,
τραγουδιστής του συγκροτήματος και υπεύθυνος για το λυρικό μέρος. Το τραγούδι
είναι μια καταγγελία για τη στείρα καθημερινότητα, για τις μηχανιστικές
διεργασίες που αφανίζουν τη δημιουργικότητα.
Ο ίδιος περιγράφει την πηγή της έμπνευσής του:
«Αναρωτιόμουν πάντα πόσοι ποιητές “δολοφονούνται” κάθε μέρα
εξαιτίας της ρουτίνας, της ανίας του οχταώρου. Αναρωτιόμουν πόσα ποιήματα δεν
γράφονται ποτέ γιατί οι δημιουργοί τους ανεβαίνουν οικοδομές, παραδίδουν
fast-food με τα μηχανάκια τους, φοράνε στολές και προσποιούνται την Εξουσία.
Θέλησα να γράψω μερικές λέξεις για όλο αυτό τον αφανισμό. Να θρηνήσω τους
ποιητές-που-ποτέ-δεν-ντύθηκαν-ποιητές.»
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη θλίψη, υπάρχει μια νότα αισιοδοξίας
— καλά κρυμμένη στη μοναξιά του κάθε ποιητή. Μια μοναξιά που τον προστατεύει,
τον θρέφει και τον κρατά ζωντανό.
Ο Moss Doe συνεχίζει:
«Δεν είναι ένα αισιόδοξο τραγούδι. Συλλαμβάνει τη θλίψη της
στιγμής. Της στιγμής που συνειδητοποιείς πως είσαι μόνος: κι από ανθρώπους κι
από λέξεις. Φτωχός και εγκαταλειμμένος. Υπάρχουν βέβαια και οι στιγμές που
αντικρίζεις παντού Ομορφιά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία και ένα άλλο
τραγούδι.»
Για τη μουσική σύνθεση μίλησε ο Dionisis Doe, μπασίστας του
συγκροτήματος. Το τραγούδι ξεκίνησε ως μια καθαρή πανκιά, με ένα σχεδόν
πρωτόγονο riff — εντελώς διαφορετικό από το τελικό αποτέλεσμα.
Εκεί παρενέβη ο παραγωγός του άλμπουμ, Nikodemos T., ο οποίος
είχε στο μυαλό του κάτι διαφορετικό. Η ομαδική δουλειά, σε συνδυασμό με μια
καλή ιδέα, μπορεί να δημιουργήσει θαύματα — όπως συνέβη και εδώ.
Το riff εμπλουτίστηκε, μεταλλάχθηκε, και με τη συμβολή όλων
των μελών πήρε την σχεδόν τελική του μορφή. Η τελευταία πινελιά, που ήθελε να
προσθέσει ο εμπνευστής του βασικού riff, ήρθε με τη βοήθεια των… Rush,
ολοκληρώνοντας το κομμάτι.
Γιατί στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει έναν
ποιητή.
Ο ποιητής είναι τα δημιουργήματά του. Και όσο κι αν
αποκλείσεις ανθρώπους από τον λόγο, πάντα κάποια πονήματα ή σκέψεις θα
αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια τους — ενίοτε συνοδευόμενα από νότες.
Οι μύθοι είναι άρρηκτα
συνδεδεμένοι με τον ανθρώπινο πολιτισμό και συχνά μπλέκονται με την ίδια την
ιστορία. Ίσως η ανάγκη του ανθρώπου να αποφύγει την πραγματικότητα τον ώθησε
στη δημιουργία τους — ή ακόμα και να αποτρέψει άλλους από συγκεκριμένες πράξεις.
Σήμερα, όμως, οι αστικοί μύθοι
έχουν χάσει τον εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα και αποκτήσει έναν πιο... κωμικό.
Αν και όχι πάντα για το θύμα της πλάκας. Ένας τέτοιος αστικός μύθος στάθηκε
αφορμή για τη δημιουργία ενός τραγουδιού των New Zero God. «Στις αρχές της
δεκαετίας του ‘80 η οικογένειά μου μετακόμισε και με έστειλαν σε ένα καινούργιο
σχολείο όπου και τελείωσα το Λύκειο.» Ξεκινάει την αφήγησή του ο Μιχάλης
Πουγούνας, φωνή και ψυχή του συγκροτήματος.
«Η περιοχή όπου βρίσκεται το
σχολείο ονομάζεται Κοψαχείλα και είναι στα σύνορα Αγίου Δημητρίου και Παλαιού
Φαλήρου, παραδίπλα από τα νεκροταφεία Καλλιθέας, Νέας Σμύρνης και Παλαιού
Φαλήρου. Όπως συνήθως γίνεται, οι περιοχές γύρω από τα νεκροταφεία είναι γεμάτες
από μακάβριες ιστορίες οι οποίες παραλλάσσονται και πολλαπλασιάζονται ανάλογα
με το ακροατήριο.»
Αναφέρει ως παράδειγμα τον γνωστό
μύθο με τον εύζωνα που, βάζοντας στοίχημα να περάσει τη νύχτα πάνω σε ένα
μνήμα, καρφώνει κατά λάθος τη φουστανέλα του με το μαχαίρι, τρομάζει και
πεθαίνει από ανακοπή.
«Είναι γνωστή σε όλους», λέει.
Αλλά δεν ήταν αυτή η ιστορία που
τον ενέπνευσε.
«Εκείνη την εποχή ταλαιπωρούσα
τους φίλους μου με διάφορες φάρσες. Έτσι, με δύο συμμαθητές μου βαλθήκαμε να
στήσουμε μια πλάκα στον κολλητό μου, τον Τάσο, ο οποίος ήταν τότε ο μπασίστας
των Flowers of Romance. Έπρεπε να τον φέρω στο σπίτι του ενός συμμαθητή, του
Δημήτρη, όπου και θα τον τρομάζαμε... Έδωσα ραντεβού στον Τάσο να συναντηθούμε
στις 12 το βράδυ σε κάποιο σημείο για να τον φέρω στο σπίτι του Δημήτρη επειδή
δεν γνώριζε την περιοχή.»
Η θεατρικότητα ήταν απαραίτητη.
«Όταν συναντηθήκαμε, φρόντισα να
φαίνομαι ανήσυχος και όταν με ρώτησε τι συμβαίνει, του είπα πως γίνονται
μυστήρια πράγματα και πως όλη η γειτονιά είναι αναστατωμένη. Επειδή είχαμε ένα
δεκάλεπτο ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουμε, είχα βάλει στο μυαλό μου δύο-τρεις
τρομακτικές ιστορίες από αυτές που κυκλοφορούσαν στην περιοχή ώστε να τον
προετοιμάσω ψυχολογικά για τη φάρσα.»
Μία από αυτές τις ιστορίες έγινε
τραγούδι των New Zero God με τίτλο Angeline, και συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ
MMXIII το 2013.
«Ένας νεαρός (τον οποίον ονόμασα
Johnny στο τραγούδι) οδηγεί κάποια βροχερή νύχτα τη μηχανή του όταν στον δρόμο
του κάνει ωτοστόπ μια κοπέλα (την οποία ονόμασα Angeline). Οι δυο τους περνούν
όλο το υπόλοιπο βράδυ πίνοντας και διασκεδάζοντας και ο νεαρός, καταλαβαίνοντας
πως εκείνη κρυώνει, της φοράει το μπουφάν του. Έχει αρχίσει να την
ερωτεύεται... Καθώς πλησιάζει η αυγή, η Angeline του λέει πως πρέπει να φύγει
κι εκείνος την αφήνει έξω από το σπίτι της... Το επόμενο πρωί ο νεαρός
συνειδητοποιεί ότι ξέχασε να πάρει πίσω το μπουφάν του και πηγαίνει να το
ζητήσει. Η γυναίκα που του ανοίγει την πόρτα όμως του λέει ότι η κοπέλα αυτή
σκοτώθηκε πριν ένα χρόνο σε ένα τροχαίο ατύχημα. Ο Johnny τρέχει στο
νεκροταφείο και βρίσκει το μπουφάν του ζεστό ακόμα πάνω στον παγωμένο τάφο
της...»
Με αυτή τη διήγηση, όπως λέει ο
ίδιος, «οι τρίχες του σβέρκου μας μετριούνται μόνες τους (876 την ώρα της
συγγραφής του άρθρου).»
«Η ιστορία συντέλεσε αρκετά στην
φάρσα που κάναμε στον Τάσο και σαν story μου φαινόταν πάντα γοητευτική...»
Σε εμάς, και τρομακτική.
«Ο αστικός μύθος λέει πως το αγόρι
που είχε αυτή την εμπειρία τρελάθηκε μετά από αυτό, αλλά δεν ήθελα να προσθέσω
μια τόσο απογοητευτική κατάληξη στο τραγούδι. Προτίμησα να το αφήσω να
αιωρείται σαν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, σαν ένα φλερτάρισμα με τον θάνατο ή
ό,τι άλλη εκδοχή μπορεί να βρει κάποιος...»
Και σίγουρα είναι πιο ωραία αυτή η
εκδοχή.
«Όπως και να έχει, σήμερα, το
Angeline είναι ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια αυτού του άλμπουμ, ενώ εγώ
κατάφερα με αυτόν τον τρόπο να κρατήσω σαν σημείωση εκείνη τη βραδιά που έκανα
πλάκα σε έναν φίλο μου...»
Αλλά η φάρσα δεν τελείωσε εκεί.
Υπήρχε και τρίτος στην παρέα — ο
Λάκης. Ο βασικός εμπνευστής, μαζί με κάποιους συνένοχους, τον είχαν ντύσει με
χαρτί υγείας σαν μούμια. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο μουμιοποιημένος Λάκης είχε
κρυφτεί. Το σχέδιο ήταν να εμφανιστεί μόλις ο Μιχάλης έμπαινε με τον Δημήτρη.
Και για να ξεκινήσει η πλάκα, έπρεπε να ακουστεί η λέξη «σκατά».
Όταν έγινε η εμφάνιση του Λάκη, οι
δύο συνένοχοι άρχισαν να φωνάζουν με θεατρινισμό το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου:
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ».
Ο Μιχάλης, κοιτάζοντας τον Τάσο,
διαπίστωσε πως όχι μόνο ήξερε καλά το φωνήεν, αλλά και πως όλα τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν τραβηχτεί. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά
που είδε μαλλιά ανθρώπου να σηκώνονται μόνα τους.
Αυτή την ιστορία μπορεί κανείς να
θυμάται κάθε φορά που ακούει το Angeline των New Zero God — είτε στα συχνά live
τους, είτε στο σπίτι του.
Ο πόνος, σύμφωνα με τη βουδιστική φιλοσοφία, είναι φορέας
συνείδησης. Συχνά, ως συνέπεια αυτής της συνείδησης, προσφέρει γνώση.
Αποκαλύπτει καταστάσεις, φανερώνει πρόσωπα και το έργο που τα συνοδεύει.
Η απώλεια ενός ανθρώπου που με το έργο του έχει αποδείξει
την τιμιότητα και τη συνέπειά του — σε έναν χώρο όπου αυτές οι αρετές σπανίζουν
— μπορεί να γίνει αφορμή για δημιουργία. Μια δημιουργία που δεν περιορίζεται
στη μνήμη, αλλά συνοδεύεται από γνώση για τον ίδιο τον άνθρωπο και ταυτόχρονα
διαιωνίζει το έργο του.
Κάτω από ένα μουσικό πέπλο μερικών απλών αλλά ουσιαστικών
νοτών, και με τους κατάλληλους στίχους να το συνοδεύουν, ο πραγματικός πόνος
μετατρέπεται σε σύμβολο γνώσης. Κάτι που η rock μουσική καταφέρνει με τον πιο
άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο.
Τα πιο επιτυχημένα τραγούδια γράφονται αυτοστιγμεί — «στο
πόδι», όπως λέμε πιο απλά. Σε στιγμές πόνου, παραίτησης ή όταν οι νοητικές
άμυνες καταρρέουν και η καθαρή ψυχή ρίχνει μια ματιά στην καθημερινότητα.
Εκεί βρίσκει η Μούσα τις πόρτες ανοιχτές και τρυπώνει μέσα
στον καλλιτέχνη με τη μορφή της έμπνευσης.
Αποτέλεσμα μιας τέτοιας στιγμής είναι και το τραγούδι των
Jane Doe, “This Pain Is Real”. Ένα από τα πιο άμεσα και λιτά κομμάτια του
συγκροτήματος, που περιλαμβάνεται στο τρίτο τους άλμπουμ, “Revolution Diaries”.
Η αμεσότητα του οφείλεται και στον τρόπο που δημιουργήθηκε,
όπως λέει χαρακτηριστικά ο Moss Doe, υπεύθυνος για τις φωνές και τις λέξεις του
συγκροτήματος:
«Ποτέ δεν μου ήταν εύκολο να γράψω για γνωστά μου πρόσωπα...
για φίλους... για ανθρώπους που οι ζωές μας συναντήθηκαν για μερικές πολύτιμες
στιγμές. Μου φαινόταν επίπονη αυτή η διαδικασία και την απέφευγα... μέχρι να μη
μπορώ να την αποφύγω άλλο... Το "This Pain is Real" γράφτηκε στα
"τυφλά" δέκα λεπτά αφότου μου ανακοίνωσαν το "φευγιό" ενός
φίλου. Και όλη η διαδικασία της γραφής των στίχων ήταν σαν βύθιση βελονών στις
άκρες των δαχτύλων. Η συνειδητοποίηση του αληθινού πόνου, η συνειδητοποίηση πως
πρέπει να συνεχίσω αυτή τη ζωή λιγότερος... λειψός... και πως δεν θα έχει τέλος
αυτή η αφαίρεση...».
Και καταλήγει:
«Το "This Pain is Real" γράφτηκε για το Βασίλη,
για μένα... για την απώλεια...»
Η μουσική του γράφτηκε με την ίδια αμεσότητα, όπως αναφέρει
ο Dionisis Doe:
«Έγινε πολύ ξαφνικά, ο Stratos Doe ήθελε ένα κομμάτι με
αυτόν το ρυθμό, ξεκινώντας τον ταυτόχρονα. Πάνω στα χτυπήματα των κρουστών
μπήκε ο Antonis Doe με την κιθάρα, για να το συμπληρώσει ο Dionisis Doe με το
μπάσο. Ο Moss Doe απλά έβαλε το έτοιμο λυρικό μέρος».
Αλλά ένα ερώτημα πλανάται: ποιος ήταν ο Βασίλης, η βασική
αιτία για τη δημιουργία του τραγουδιού;
Πρόκειται για τον Βασίλη Μπαγιάτη, επίκουρο καθηγητή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που έφυγε από τη ζωή στα 35 του χρόνια, νικημένος από
την επάρατη νόσο.
Όμως αυτός είναι απλώς ένας τίτλος. Ο Βασίλης ήταν πολλά
περισσότερα — και πάνω απ’ όλα, φίλος. Φίλος της Μούσας και της μουσικής, της
ελεύθερης έκφρασης.
Όπως γράφουν οι φίλοι του, που μέσα από μια μουσική εκδήλωση
προσπαθούν να τον συστήσουν σε όσους δεν πρόλαβαν να τον γνωρίσουν όσο ήταν
ακόμη παρών:
«Πολλοί τον γνωρίσανε σαν Βασίλη Μπαγιάτη. Για πάρα πολλούς
περισσότερους ήταν ο Zpi. Μουσική, φωτογραφία, σκηνοθεσία, blogging, ραδιόφωνο
απλά αποτελούν τα μέσα που είχε επιλέξει για να γιορτάζει αυτό που αγαπούσε
περισσότερο από όλα. Τη ζωή.
Τη ζωή με δημιουργία. Τη ζωή με ουσία. Τη ζωή που δεν
χρειάζεται να πάρεις για να δώσεις.
Για πολλούς ήταν. Για μας πάντα θα είναι ακόμη κι αν λείπει.
Όλοι εμείς που μας άγγιξε η ύπαρξή του και επηρέασε τη δική μας ύπαρξη, όλοι
εμείς που αγαπάμε τα κείμενα, τις φωτογραφίες του, τις ραδιοφωνικές εκπομπές
του, τις ταινίες του, όλοι εμείς που αγαπάμε τον ίδιο τον Zpi, μαζευόμαστε για
να γιορτάσουμε αυτό που αγαπάει περισσότερο. Τη ζωή.»
Και σίγουρα, οι νότες είναι αυτές που ξυπνούν τη γνώση και
τη μνήμη. Κάτι που οι Jane Doe καταφέρνουν με αυτό το τραγούδι.
Το βιντεοκλίπ του γυρίστηκε σε ένα από τα πιο γνωστά ροκ
στέκια της Θεσσαλονίκης, το Silver Dollar, και είναι δημιουργία του John Doe,
υπεύθυνου και για τα visuals του συγκροτήματος στις ζωντανές τους εμφανίσεις.