Κάθε πράγμα στη γέννησή του είναι ακαθόριστο, αδέξιο, σχεδόν αθώο και το rock’n’roll δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στις απαρχές του, πριν ακόμα ξεφυτρώσουν τα πρώτα παρακλάδια, προσπαθούσε απλώς να απογαλακτιστεί από το rhythm’n’blues, αυξάνοντας ταχύτητα, ένταση και νεανική ορμή. Ήταν μια μουσική που γεννιόταν στους δρόμους, στα γκέτο, στα υπόγεια, στα jukebox των μαύρων συνοικιών. Και μέσα στην αναμπουμπούλα, με τον φυλετικό διαχωρισμό να παραμένει κυρίαρχος και στο μουσικό προσκήνιο, υπήρχαν αφανείς ήρωες, αλλά και πολλοί περισσότεροι που έβλεπαν μόνο το κέρδος.
Οι πρώτοι ήρωες του rock’n’roll δεν ήταν νομικά οπλισμένοι. Δεν είχαν μάνατζερ, ούτε δικηγόρους. Η σχέση τους με το χρήμα ήταν πρωτόγονη, σχεδόν αφελής. Οι επιτήδειοι των δισκογραφικών κινούσαν τα νήματα, και οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ειδικά οι μαύροι, έβλεπαν τα τραγούδια τους να γίνονται επιτυχίες χωρίς να δουν ποτέ τα αντίστοιχα έσοδα. Το rock’n’roll γεννήθηκε από την έκρηξη της μαύρης δημιουργικότητας, αλλά η εμπορική του πορεία γράφτηκε με λευκή μελάνη.
Η αλματώδης αύξηση της δημοτικότητας του νέου αυτού ήχου, σε συνδυασμό με τον “κίνδυνο” οι μαύροι καλλιτέχνες να γίνουν πρότυπα για τη νεολαία, ανάγκασε πολλές εταιρείες να αναζητήσουν λευκά πρόσωπα για να “καθαρίσουν” το είδος. Οι Beach Boys ήταν ιδανικοί: νεαροί, λευκοί, “μαυρισμένοι” από τον ήλιο της Καλιφόρνια, με άψογη εμφάνιση και οικογενειακή συνοχή. Ήταν ο δούρειος ίππος για να περάσει το rock’n’roll στο mainstream, χωρίς να ενοχλεί τις λευκές οικογένειες των προαστίων. Και μαζί, γεννήθηκε το πρώτο παρακλάδι: το surf rock, μια μουσική που υμνούσε το αγγλοσαξονικό αμερικανικό όνειρο, πάντα όμως με πλάτες μαύρων καλλιτεχνών.
Ο Chuck Berry, πατέρας του rock’n’roll, δεν απόλαυσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι το “Sweet Little Sixteen” του 1958 μεταμορφώθηκε σε “Surfin’ U.S.A.” από κάποια “χλωμά πρόσωπα” που άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο, βγαίνοντας από τη φυλακή. Η καταδίκη του για σεξουαλική επαφή με ανήλικη ήταν, για πολλούς, μια ξεκάθαρη περίπτωση ρατσιστικής στοχοποίησης και δικαστικής παγίδας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άκουσε τη μουσική του να γίνεται ύμνος της Καλιφόρνιας, χωρίς καν να αναφέρεται το όνομά του.
Το “Surfin’ U.S.A.” κυκλοφόρησε το 1963, στο ομώνυμο δεύτερο άλμπουμ των Beach Boys, και τους εκτόξευσε στην κορυφή των αμερικανικών charts. Αρχικά, ως δημιουργός αναφερόταν μόνο ο Brian Wilson, ο οποίος είχε γράψει απλώς τους στίχους. Η μουσική ήταν ξεκάθαρα του Berry — τόσο ξεκάθαρα, που η ομοιότητα δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολία. Μετά από νομικές πιέσεις, το όνομα του Chuck Berry προστέθηκε επισήμως το 1966, στο Best of The Beach Boys.
Ο ίδιος ο Wilson αργότερα παραδέχτηκε την προέλευση της έμπνευσης: έβγαινε με μια κοπέλα, την Judy Bowles, της οποίας ο αδελφός ήταν σέρφερ και φαν του rock’n’roll. Κάποια στιγμή, σιγοτραγουδούσε το “Sweet Little Sixteen” και του ήρθε η ιδέα: “Γιατί να μη βάλω surf στίχους πάνω σε αυτή τη μελωδία;” Και κάπως έτσι, γεννήθηκε το “Surfin’ U.S.A.” , ένα τραγούδι που έμοιαζε με φόρο τιμής, αλλά ήταν στην πραγματικότητα μια πολιτισμική οικειοποίηση με εμπορική πρόθεση.
Οι Beach Boys δεν φημίζονταν για την εντιμότητά τους, και η οικειοποίηση του τραγουδιού αυτού είναι ενδεικτική της γενικότερης αντιμετώπισης των μαύρων μουσικών. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο Berry δήλωσε ότι του άρεσε η εκτέλεσή τους, ίσως γιατί ήξερε πως η μουσική του είχε ήδη περάσει στην αθανασία. Η παραγωγή του τραγουδιού αξιοποίησε όλα τα τεχνολογικά μέσα της εποχής, ενώ η χρήση του φαλτσέτο στο ρεφρέν δείχνει τις μουσικές γνώσεις και την pop ευαισθησία του Wilson. Το ειρωνικό είναι πως μόνο ένα μέλος της μπάντας ήταν πραγματικός σέρφερ: ο Dennis Wilson.
Μικρές λεπτομέρειες προσθέτουν χρώμα στην ιστορία: ο στίχος “Australia’s Narrabeen” αναφέρεται σε παραλία του Σίδνεϊ. Το τραγούδι διασκευάστηκε από Καναδούς ως “Bowlin’ U.S.A.”, ενώ ο έφηβος pop idol Leif Garrett το επανέφερε το 1977 με επιτυχία, πριν παρασυρθεί στα ναρκωτικά και, φυσικά, η μητέρα του κατηγόρησε το rock’n’roll. Γιατί πάντα κάποιος πρέπει να φταίει. Και συνήθως, φταίει η μουσική που λέει την αλήθεια.