Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Suicide: requiem for a star

 

Κατά κάποιο τρόπο, η αυτοκτονία είναι η πιο απέλπιδα επιβολή εξουσίας στον εαυτό. Ο αυτόχειρας νομίζει ότι γίνεται για μια στιγμή και μόνο κυρίαρχος του ίδιου του εαυτού, χωρίς να είναι μια μαριονέτα του περιβάλλοντός του ή ακόμα των οπαδών του, όταν πρόκειται για διασημότητα. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όμως.



Ίσως η αυτοχειρία ενός διάσημου, όπως ένας rock star, να γίνεται εύκολα μια είδηση, ωστόσο δεν είναι ένα απομονωμένο γεγονός από την υπόλοιπη κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά η πίεση που δέχεται μια διασημότητα από τα ΜΜΕ, το κοινό του και ίσως ακόμα και από τους εσωτερικούς του δαίμονες είναι τεράστια. Ακόμα και οι ίδιες οι δισκογραφικές, αλλά και συνεργαζόμενοι του μουσικού, όπως μάνατζερ, ατζέντηδες κ.α., δεν θέλουν να αφήσουν ένα χρυσορυχείο να αποστασιοποιηθεί από το προσκήνιο για πολύ καιρό. Αλλά το κυριότερο είναι μια μάχη με το ίδιο το είδωλό του, αυτό που περίτεχνα φτιάχνει για το κοινό του ένας καλλιτέχνης.

Στην πραγματικότητα ένας φιλόδοξος μουσικός ζει μέσα από το κυνήγι, ίσως και αλαζονικό, της δικής του αθανασίας. Σαν να βρίσκεται μέσα στο The Picture of Dorian Gray του Oscar Wilde, εναποθέτοντας τον φθαρτό εαυτό του μέσα σε καλά κρυμμένη εικόνα και ταυτόχρονα προβάλει την φανταστική του αθανασία. Αυτήν την οποία ζητάνε οι ίδιοι οι οπαδοί του, απαιτώντας να ζήσουν μέσω ενός αστέρα την δική τους φαντασίωση της αθανασίας. Στην ουσία ο καλλιτέχνης, παραδίνεται και παραδίνει την δική του προσωπικότητα στο κοινό του, παράλληλα εισπράττοντας δόξα και την προσωρινότητα της ματαιότητας. Μεγαλώνοντας την δική του εικόνα προς τέρψη του κοινού, να ικανοποιήσει τις ελλιπείς προσωπικότητες των οπαδών του, χάνει την δική του. Στην ουσία τρέφει με τον εαυτό του τον ίδιο το κοινό του. Και όταν κατανοήσει αυτήν την διαδικασία, οι λύσεις είναι περιορισμένες, μπορεί να αποσυρθεί μουσικά από το προσκήνιο είτε να αποσυρθεί ολοκληρωτικά.



Ωστόσο, οι γενικεύσεις δεν λένε ποτέ την αλήθεια και κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Ή ίσως μόνο οι αφορμές να διαφέρουν, όταν πρόκειται για διασημότητα; Δεν θα το εξηγήσουμε αυτό, ούτε καν  θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε. Η ουσία είναι πιο αόρατη και δυσδιάκριτη. Κάτι ανάμεσα στην ολοκλήρωση όλων των στόχων και την παντελής απουσία τους. Κάποτε κάποιος έγραψε, ότι καλό είναι να πιστεύεις σε κάτι που ποτέ δεν μπορείς να το φτάσεις ούτε και να το κατανοήσεις πλήρως, ένα τρικ που θα σε κρατά πάντα σε μια αόρατη σύνδεση με την ζωή, πέρα του βασικού ένστικτου της επιβίωσης.  Όταν όμως, ένας καλλιτέχνης γίνεται ο ίδιος αυτό που βάζουν στόχο εκατομμύρια οπαδοί του, κάτι άφταστο  που απλά τους κρατάει σαν αόρατη κλωστή με ένα ψεύτικο σκοπό και την ζωή, τότε τι του μένει; Ένα κενό, το οποίο είτε θα το αναπληρώσει είτε όχι. Στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο ένας διάσημος αστέρας να γίνει σαν το ήρωα του Πάτρικ Ζίσκιντ στη τελευταία του πράξη του αριστουργήματος του «Το Άρωμα». Μέσω θανάτου του προβεί τον κόσμο της απόλυτης αναγνώρισης και συνάμα αθανασίας.

Σε μια συνέντευξη του ο Liam Gallagher είχε πει πως τα μέλη των Oasis είχαν σαν μότο τους «δόξα ή θάνατος», πριν γίνουν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου. Ουσιαστικά υποδήλωνε πως δεν είχαν να χάσουν τίποτα και αυτό ίσως να ήταν μεγαλύτερος τους κινητήριος μοχλός. Τα τραγούδια τους δεν φημίζονται για το βάθος τους, ούτε και για ιδιαίτερη ευαισθησία. Το ταλέντο των αδελφών Gallagher  δεν είχε κάποια σκοτεινή αιτία, κάτι που χρησιμοποιούσε την συνθετική ικανότητα των μουσικών για να βγει προς τον πολύ κόσμο. Αλλά, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις υπάρχει κάποιος «δαίμονας» που ωθεί τον καλλιτέχνη να εκφράσει τον πόνο του. Σε αυτήν την περίπτωση η δόξα δεν είναι το ζητούμενο, αλλά η αποβολή του πόνου μέσα από την μουσική. Και όταν συνδυαστεί αυτό με την δόξα, τότε μήπως η ίδια μοναξιά γίνεται ο σκοπός;



Η ίδια μοναξιά, οποία δείχνει να είναι το μοναδικό καταφύγιο από τους απαιτητικός και μόνιμα ανικανοποίητους οπαδούς. Μήπως τελικά οι ίδιοι οι rock stars να είναι οι μονομάχοι στα σημερινά Colosseum; Απλά θηράματα των αδηφάγων βλεμμάτων  των οπαδών τους; Ερωτήσεις που δύσκολα, ίσως και απίθανα,  θα απαντηθούν από κάποιον.


Από την άλλη η τυφλά πιστή αφοσίωση στην φράση “die young”, δεν φαίνεται να είναι η πραγματική αιτία της αυτοχειρίας των rock stars. Άλλωστε η πραγματική της σημασία είναι να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι, ώστε να παραμένεις συνέχεια νέος. Και έτσι να σε βρει ο θάνατος,  όποια θα είναι η ώρα του. Ούτε η υποτιθέμενη, σε πολλές περιπτώσεις, ζωή γεμάτη καταχρήσεις, να είναι αρκετή ώστε να οδηγήσει ένα καλλιτέχνη σε αυτήν  την πράξη της απόλυτης εξουσίας.

Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, το μόνο κοινό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτοχειρίας, είναι η μουσική. Η ίδια η μουσική, που έχει αποτρέψει πολλούς,  νέους κυρίως, ώστε να κάνουν το ίδιο. Αλλά δύσκολα θα μπορούσε η μουσική καθ’ αυτή να κατηγορηθεί για αρνητική επιρροή και παρότρυνση στην αυτοχειρία. Αν και υπήρχαν αρκετές τέτοιες προσπάθειες, οργανωμένες από συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, με μοναδικό σκοπό εύρεση εχθρού και μια φανταστική προστασία από αυτόν. Η ψηφοθηρία και χειραγώγηση της κοινής γνώμης ήταν οι βασικοί στόχοι αυτή της μερίδας των ανθρώπων.

Τελικά μήπως όλοι αυτοί αυτόχειρες, απλά δεν μπόρεσαν να αντέξουν το βάρος ενός ροκ αστέρα; Η μουσική για αυτούς ήταν ένας τρόπος έκφρασης, αναζήτησης και ο ίδιος ο δρόμος της ζωής. Και όχι μέσον για «μεγάλη ζωή» ή για την ικανοποίηση κάποιας ματαιοδοξίας. Το κοινό που αναζητούσαν να τους ακούσει ήταν μόνο αυτό που θα μπορούσε με ευκρίνεια να καθρεπτίσει τους ίδιους τους δημιουργούς, ώστε να μπορούσαν να αντικρίσουν τον εαυτό τους σε ένα ταξείδι αυτογνωσίας. Μπορεί ούτε καν οι ίδιοι να μην γνώρισαν τους του λόγους της ύστατης αυτής πράξης. Απλά ένιωθαν ότι κάτι έχει πάει στραβά στο τελευταίο τους τραγούδι, αυτό που αποκαλούμε ζωή. Και ξεκίνησαν να το σβήσουν, για να το γράψουν, ίσως, σε κάποιον άλλον τόπο ή χρόνο.




Στην πραγματικότητα όλες οι περιπτώσεις διαφέρουν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι εικασίες και τίποτε άλλο. Αλλά θα το προσεγγίσουμε ξανά το θέμα, αλλά ανά κάθε περίπτωση και ξεχωριστά, σε ένα άλλο άρθρο.


Jacek Henryk Maniakowski