Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Trans-Siberian Orchestra




Κάποιες φορές, όταν προσπαθείς να γράψεις για κάτι που αγγίζει την τελειότητα, τα λόγια περιττεύουν. Όλοι οι χαρακτήρες του πληκτρολογίου, θαρρείς ότι χορεύουν και κινούνται συνεχώς, στους ρυθμούς και στις μελωδίες που έχεις μέσα σου και σπας το μυαλό σου για να χωρέσεις, σε πέντε αράδες, τα άπειρα συναισθήματα που σου έχουν δημιουργηθεί. Κάτι τέτοιο ένοιωσα, κάθοντας να γράψω κάτι, μετά από ένα διήμερο άκουσμα, όλων των άλμπουμ των Trans-Siberian Orchestra (TSO). Φείδου λόγος, λοιπόν και παρουσίαση του συγκεκριμένου συγκροτήματος.                     
 

            Εν αρχή, ήταν ο Paul O'Neill (συνθέτης, στιχουργός, παραγωγός και μάνατζερ), γέννημα θρέμμα, της Νέας Υόρκης και από πολύ νεαρή ηλικία μέσα στα πράγματα του ροκ και της μουσικής γενικότερα. Όπως ομολογεί και ο ίδιος η αρχική του ιδέα, που του στροβίλιζε το μυαλό για πολλά χρόνια, ήταν να δημιουργήσει μια progressive rock μπάντα, που θα έσπρωχνε τα όρια πέρα από ότι είχε καταφέρει οποιοδήποτε ανάλογο συγκρότημα στο παρελθόν. Ήθελε να παντρέψει το στυλ της ροκ όπερας που είχαν γράψει οι Who, τις κλασσικές επιρροές συγκροτημάτων όπως οι Emerson, Lake & Palmer και Queen και τα μεγαλειώδη σόου των Pink Floyd, αλλά όλα αυτά, να τα πάει πολύ μακρύτερα. Πάντα ονειρευόταν, να δημιουργήσει μια ροκ όπερα με μια progressive μπάντα, που θα αποτελούνταν από 18, τουλάχιστον, τραγουδιστές.

                Αυτό το ασύλληπτο, αρχικά, όνειρό του, είδε να πλησιάζει πιο κοντά, όταν ανέλαβε την παραγωγή των Savatage. Αρχικά η φωνή του Jon Oliva, που μπορούσε να πιάσει όλες τις οκτάβες και είχε τη χροιά των μπλουζ, αλλά και η τεχνική ολόκληρης της μπάντας, τον έκανε να πειραματιστεί, κατά κάποιο τρόπο μαζί τους, βοηθώντας στη σύνθεση σε κάποια από τα άλμπουμ τους, με μεγάλη επιτυχία.

                Τότε συζήτησε την ιδέα του με τους Jon Oliva και τον κιθαρίστα Al Pitrelli, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και έμελλαν να γίνουν οι βασικοί συνοδοιπόροι του σε αυτή την προσπάθεια. Αρχικά δήλωσε ότι, ήθελε να γράψουν έξι ροκ όπερες, οι τρεις με περιεχόμενο τα Χριστούγεννα και οι υπόλοιπες με άλλα θέματα. Έτσι, στρώθηκαν στη δουλειά, απόρροια της οποίας ήταν το πρώτο τους έργο, με τον τίτλο "Romanov".

             Το επόμενο βήμα, όμως, που ίσως να ήταν και το πιο δύσκολο, ήταν να βρει μια δισκογραφική εταιρεία, που θα τολμούσε να κυκλοφορήσει ένα τέτοιο έργο. Μετά από συνεχείς απορρίψεις, βρήκαν στέγη στην Atlantic Records, κάτι το οποίο εξέπληξε και τον ίδιο τον Paul O'Neill, καθώς δέχτηκαν όλη την ιδέα χωρίς κάποια παρέμβαση.


                          
Το "Romanov", όμως, τέθηκε στην άκρη κι έτσι έκαναν ντεμπούτο με το "Christmas Eve and Other Stories", βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο για τη Χριστουγεννιάτικη τριλογία τους. Το άλμπουμ έγινε δυο φορές πλατινένιο και ακολούθησαν τα "The Christmas Attic" και "The Lost Christmas Eve", συμπληρώνοντας αυτήν την τριλογία. Ενδιάμεσα όμως είχαν κυκλοφορήσει και το μη Χριστουγεννιάτικο "Beethoven's Last Night". Το τελευταίο, μέχρι στιγμής, άλμπουμ τους, είναι το "Night Castle".                                                

                Το μεγαλύτερο, όμως, όπλο τους, ήταν και παραμένει, οι ζωντανές τους εμφανίσεις. Όλες οι περιοδείες, όπου κι αν παίζουν, είναι "sold out", πολλούς μήνες πριν. Χρησιμοποιούν δυο σκηνές, με φωτιές, φώτα και λέιζερ και στις δυο πλευρές των χώρων που παίζουν. Έτσι, δεν υπάρχουν θέσεις "δεύτερης σειράς" και όπως λέει ο ίδιος ο Paul O'Neill, "θέλω ο κόσμος να φεύγει από τις συναυλίες μας άφωνος, χωρίς να μπορούν ακόμα να πιστέψουν, ότι αυτό που είδαν ήταν δυνατόν".
                Το πνεύμα των TSO, όπως λέει ο Paul O'Neill, είναι ένα συγκρότημα, που συνεχώς μορφοποιείται, από εξαιρετικά ταλαντούχους και δημιουργικούς καλλιτέχνες, που πάντα προσπαθούν να σηκώσουν τον πήχη, ακόμα περισσότερο, ακουστικά, οπτικά και συναισθηματικά. Με αυτό σαν δεδομένο, οι προοπτικές του γκρουπ είναι απεριόριστες.

                Με πωλήσεις που αγγίζουν τα δέκα εκατομμύρια, συναυλίες που έχουν παρακολουθήσει πάνω από οκτώ εκατομμύρια κόσμου και περιοδείες που έχουν ένα κόστος παραγωγής 20 εκατομμυρίων δολαρίων, τίποτα δε φαντάζει απραγματοποίητο πια.

                Το μόνο που μένει σε εμάς, τους απλούς θνητούς, είναι να ακούμε ξανά και ξανά τα έργα τους, ρουφώντας την κάθε νότα, τον κάθε στίχο και το κάθε συναίσθημα που μας προκαλούν, με θρησκευτική ευλάβεια. Και αν ποτέ αξιωθούμε, να μπορέσουμε να τους δούμε και επί σκηνής, ή όπως λέω εγώ, ένα βήμα πριν από τον παράδεισο......

  

                Δισκογραφία:

Christmas Eve and Other Stories (1996) 

The Christmas Attic (1998)

Beethoven's Last Night (2000)

The Lost Christmas Eve (2004)
Night Castle (2009)



Ναούμ Αθ. Βάρκας