Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

AC/DC - Highway to Hell


"Όλα Είναι Δρόμος" λέγεται μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Η παράξενη πλοκή της αποτελείται από τρεις, φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες. Όμως,κάτι αόρατο τις ενώνει, δημιουργώντας μια αίσθηση ολότητας. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται από το γεγονός ότι πάντα υπάρχει μια αφετηρία και ένας προορισμός,στον οποίο είτε φτάνουμε είτε όχι, υπάρχει πάντα μια αίσθηση του ¨ανικανοποιήτου". Και αυτό οφείλεται στη αίσθηση που έχουμε για την διαδρομή ανάμεσα στα δύο αυτά σημεία. Ανεξάρτητα πράγματα μεταξύ τους, δείχνουν την εντύπωση μια αόρατης σύνδεσης και κάποιοι το  ονομάζουν ζωή. 
Καμιά φορά μια μικρή διαδρομή,με την γεωγραφική της έννοια, γίνεται ένα σύμβολο μιας ζωής, από την οποία δεν έλειπε τίποτα. Η διαδρομή αυτή είναι στην εθνική οδό Canning Highway της Αυστραλίας. Η αφετηρία της ήταν το σπίτι του Bon Scott και η κατάληξή της το  pub/bar με το όνομα The Raffles, μια Rock 'n Roll τρύπα για μπεκρήδες στην δεκαετία του '70, πάνω στην παραπάνω οδό. Το παρατσούκλι που είχε αυτή ήταν "Highway to Hell". Το όνομά της δεν οφειλόταν μόνο στο κολασμένο hangover, που ακολουθούσε την επομένη της διάσχισης αυτής. Είτε ήταν aller-retour αυτή είτε μόνο μιας κατεύθυνσης, λόγω αδυναμίας επιστροφή για ευνόητους λόγους. Αλλά και λόγω της τοπογραφικής της ιδιαιτερότητας και της ελλιπής σήμανσης. Το δίστιχο "No stop signs, speed limit / Nobody's gonna slow me down" περιγράφει με λιτή γλαφυρότητα αυτήν την διαδρομή. 
Το τραγούδι αυτό, αλλά και ομώνυμο του άλμπουμ του 1979, στο οποίο βρίσκεται, ήταν ουσιαστική έναρξη μιας μουσικής διαδρομής, που ελάχιστοι καλλιτέχνες έχουν γνωρίσει. Η δημιουργία των  Angus Young, Malcolm Young και  Bon Scott είναι αποτέλεσμα της έμπνευσης του πρώτου για την ζωή στον δρόμο μιας rock'n'roll μπάντας. Συγκεκριμένα ο   Malcolm δημιούργησε το περίφημο  riff, το οποίο έμελλε να είναι από τα πιο κλασικά της ροκ μουσικής. Οι  AC/DC βρισκόταν επί χρόνια σε συνεχής περιοδεία και η Αμερικάνικη τους εξόρμηση στάθηκε αφορμή για την δημιουργία του τραγουδιού, που όπως και όλο το άλμπουμ ηχογραφήθηκε και στην χώρα αυτήν. Ήταν το πρώτο που ηχογραφήθηκε εκτός της Αυστραλίας. 
Το εβδομαδιαίο προσκύνημα του τραγουδιστή της μπάντας στο μπαρ Raffles, που εκφράζεται στους στίχους "Ain't nothing I would rather do. / Going down, party time,/ my friends are gonna be there too" ήταν ουσιαστικά παιχνίδι κορώνα-γράμματα με την ζωή. Μιας και πολύ έχουν σκοτωθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο αυτού του δρόμου. Σε αυτό το σημείο μονολόγησε κάποια στιγμή την φράση  "I'm on the highway to hell", ξεκινώντας μια ροή γεγονότων, που περιλάμβανε και την είσοδό του στην "μεγάλη μπάντα" από την απόλαυση που επιδίωκε κάθε εβδομάδα, διασχίζοντας αυτόν τον δρόμο. 
Όμως,ο αντικαταστάτης του στους  AC/DC, Brian Johnson δήλωσε το 2009 ότι, γράφτηκε για την διαρκή τους παραμονή μέσα στο λεωφορείο της περιοδείας τους. Ουσιαστικά αναφέρεται στην διαδρομή  από Melbourne ή  Sydney προς  Perth, που διασχίζει την πεδιάδα Nullarbor Plain. Όταν η θέση του ήλιου είναι στην δύση, κατά το μήκος της αυτής, δημιουργείται μια εικόνα μιας πύρινης σφαίρας. Οι στίχοι του Bon, ήταν απλά αποτέλεσμα λυρικής επένδυσης της εικόνας αυτής. 
Ήταν η πρώτη τους είσοδος στα Αμερικάνικα chart. Το άλμπουμ στο οποίο περιέχεται το τραγούδι ήταν και το τελευταίο με τον  Bon Scott στα φωνητικά, πούλησε 7 εκατομμύρια κόπιες. Στην ταινία  School of Rock ο  Jack Black  μαθαίνει το riff του στον πιτσιρικά κιθαρίστα. 

New Zero God - Background Noise Suppression,live Thessaloniki


Τα όμορφα πράγματα είναι και τα απλά, όπως το βουτήξεις το χέρι σου σε ένα σακί γεμάτο κάποιο είδους οσπρίου, αλλά ακόμα και ενός δημητριακού. Είναι πράγματα τα οποία δεν τα βαριέσαι ποτέ και κάθε φορά δημιουργούν το ίδιο αίσθημα χαράς. Και αυτό το συναίσθημα είναι μια χρονοκάψουλα, που μόνο με ένα κλείσιμο ματιών, ταξειδεύεις στις πιο όμορφες αναμνήσεις. Η μουσική, σαν ένα ψυχικό πολυ-εργαλείο, το καταφέρνει εξ ίσου εύκολα, αλλά και τα μάτια ανοιχτά. Και για μας, τους ρομαντικούς μουσικόφιλους ένα απλό live είναι ότι ένα παγωτό για έναν πιτσιρικά. Ικανό να εξαφανίσει  κάθε κάθε αλυσίδα της πεζής και χωρίς νόημα πολλές φορές, καθημερινότητας. 
Ένας όμορφος χώρος, ιδανικός για την πραγματοποίηση τέτοιων  live είναι και το Silver Dollar στην Θεσσαλονίκη. Ένα μπαρ-συναυλιακός χώρος, αν και μικρός είναι ικανός να δημιουργήσει πάντα μια πολύ καλή ατμόσφαιρα. Και πάντα με ηλεκτρολύτη τις μπάντες που ανεβαίνουν στην σκηνή του κάθε φορά. Αυτήν φορά ήταν οι  Background Noise Suppression, που άνοιγαν την εμφάνιση των  New Zero God. Οι πρώτοι Θεσσαλονικείς, από Αθήνα οι δεύτεροι. Φυσικά και δυστυχώς, το ένα από τα δύο ελαττώματα του συγκεκριμένου χώρου έλαβε και χώρα και στις  9 Νοεμβρίου, μέρα που γινόταν η συναυλία. Η καθυστέρηση στην έναρξη της, πάντα είναι εκνευριστική και η τακτικότητα της είναι κάτι που πρέπει να εξετάσουν οι υπεύθυνοι του χώρου. Ακαδημαϊκά μιλώντας, η μόνιμη απουσία της χειροπετσέτας στις τουαλέτες είναι το δεύτερο. 
Γνωρίζοντας όμως για το πρώτο και ελπίζοντας να λυθεί και το δεύτερο, βρήκα να την ευκαιρία να γνωριστώ με τους  New Zero God, αλλά και να μιλήσω και με φίλους. Η παραπάνω από ώρα καθυστέρηση, μου έδωσε και την ευκαιρία να παρατηρήσω και τους παρεβρισκόμενους. Η ατμόσφαιρα θύμιζε τα κλαμπάκια της δεκαετίας του '80, αλλά με πιο γκρίζα ή και λιγότερα μαλλιά. Αλλά πάντα με μια οικεία αύρα. Όταν έφτασε τελικά η ώρα να ανέβουν οι Background Noise Suppression στην σκηνή, όλοι ήταν ήδη "ψημένοι" και ζεστοί. Αν και η μπάντα ξεκίνησε κάπως μουδιασμένα γρήγορα τα μέλη της "λύθηκαν"   αφού το κοινό υποδέχτηκε πολύ ζεστά. 

Ο ήχος τους θυμίζει αρκετά τους Cure, δηλώντας και τις επιρροές τους. Στο τρίτο τραγούδι είχαν εντελώς παρασυρθεί από τον κοινό, με τον τραγουδιστή τους τον Κώστα Καράντζιο να δίνει ρέστα με την σκηνική του παρουσία. Ο ήχος πάντα πολύ καλός, χωρίς όμως να φτάνει στα όρια του αψεγάδιαστου, βελτιωνόταν από τραγούδι σε τραγούδι. Η κάπως υποτονική κιθάρα του δεν μείωσε την συνολική εικόνα τους, καθώς η άψογη συνεργασία του μπάσου με τα ντραμς μου κέρδισε την προσοχή. Προσωπικά τους άκουγα για πρώτη φορά και μπορώ να πω ότι με κέρδισαν, όχι μόνο με την σκηνική τους παρουσία, αλλά και με την ποιότητα των συνθέσεων τους. Το ζεστό χειροκρότημα του κοινού έδειξε πως  δεν είχα μόνο εγώ αυτήν την άποψη. 
Οι  New Zero God ξεκίνησαν λίγο πριν τις 12 το Damaged, το τραγούδι που ξεκινάει και το δεύτερο του άλμπουμ ΜΧΙΙΙ. Το συγκρότημα του πολύπειρου Μιχάλη Πούγουνα, έδειξε με την μία αυτό που ξέρει πολύ καλά. Συνέχισαν με το Strangers of Fruits από το προηγούμενο τους άλμπουμ και με το Love Commandos μας θύμισαν τους Flowers of Romance, όπως και το Kashmir. Το κοινό φάνηκες αρκετά διαβασμένο και με άψογη συμπεριφορά. Αν και γνώριζα ήδη τα τραγούδια της μπάντας, αλλά και κάποια από τα προηγούμενα σχήματα του Μιχάλη, δεν τους είχα ξαναδεί ζωντανά. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό, αν και δεν είχα πολύ κίνηση σκηνικά ήταν πολύ καλοί και η πείρα του φάνηκε από τα πρώτα τραγούδια. Ένα πολύ δεμένο σύνολο, εξοικειωμένο με τις ζωντανές εμφανίσεις.  
Το Forever Today το άκουγα για πρώτη φορά, συνέχιζαν με τα Hypnotised και Angeline, από το νέο τους άλμπουμ, παρασύροντας μέχρι και τον τραγουδιστή των Background Noise Suppression. Τα τραγούδια εναλλάσσονταν από το προηγούμενο και το τελευταίο τους άλμπουμ, κερδίζοντας την προσοχή όλων όσων βρισκόταν στον χώρο. Μια παρατήρηση, ότι το κοινό αποτελούνταν από αρκετούς μουσικούς, είναι και μια ένδειξη της αξίας τους. Η διασκευή του  I fought the Law ήταν απλά σαν λάδι στην φωτιά, για το ήδη ζεσταμένο κοινό. Το δικό τους πρόγραμμα τελείωσε με μια ακόμα διασκευή το I wanna be your dog και πάντα υπό ζεστό χειροκρότημα. 
Η επιτομή της όμορφης ατμόσφαιρα ήταν το τζαμάρισμα στο τραγούδι  just like heaven των Cure, που έκλεισε το live. Η άψογη συνεργασία των μουσικών και των δύο συγκροτημάτων έδωσε και το στίγμα όλης της ατμόσφαιρας της βραδιάς. Αποτέλεσμα της πολύ καλής συνεργασίας και των τριών παραγόντων μιας συναυλίας, των μουσικών, του κοινού και του ήχου.  Αν και ο τελευταίος παράγοντας περίμενα να είναι λίγο καλύτερος, ωστόσο δεν ήταν κακός.