Πολλές φορές, όταν μας περικυκλώνει
το σκοτάδι και ο ήλιος φαίνεται να αργεί να βγει, η σελήνη ως ένα αιώνιο
μαργαριτάρι, φωτίζει εκείνα τα σημεία τα οποία μπορούν ακόμα και να μας δείξουν
τον δρόμο. Ίσως και μια λάμψη στα μαλλιά μιας μοναδικής για εμάς γυναίκας να
είναι όχι μόνο το σημάδι για να συνεχίζουμε, αλλά και ο ίδιος λόγος για να το
κάνουμε αυτό. Γιατί σε κάθε κοινωνία οποία νιώθει την καταπίεση, ο έρωτας είναι
μοναδικός δρόμος στον οποίο δεν μπορεί να δει ο δυνάστης.
Το “Girl with Pearl Hair”
(Gyöngyhajú lány) των Omega είναι ένα τέτοιο φως. Γεννημένο το 1969, μέσα από
τη σιωπή του Σιδηρού Παραπετάσματος, έφερε μαζί του μια υπόσχεση, πώς η ομορφιά,
η φαντασία αλλά και ο έρωτας μπορούν να επιβιώσουν ακόμα και σε καθεστώτα τα
οποία προσπαθούν να θα φιμώσουν με κάθε τρόπο. Η κοπέλα με τα μαργαριταρένια
μαλλιά δεν είναι απλώς μια μορφή, αλλά είναι μια μνήμη ενός ονείρου και
ταυτόχρονα η φωνή της ελπίδας. Κι όμως σε κάποια άλλη ερμηνεία μπορεί να είναι
μια εύκολη παγίδα αυτό το όνειρο; μήπως τελικά αυτή η κοπέλα δεν είναι φως,
αλλά μια πλάνη ως σκιά με λάμψη; μια απλή φαντασίωση το οποίο έχει τη
δυνατότητα να σε κρατάει ακίνητο και αμετακίνητο, νανουρίζοντας με αιθέρια
πλήκτρα να σε πείθει να μείνεις στο όνειρο αντί να το ζήσεις; ένα τραγούδι το
οποίο δεν σε σπρώχνει μπροστά, αλλά σε κρατάει σε μια γλυκιά αδράνεια σε έναν
κόσμο που όλα είναι όμορφα αλλά τίποτα δεν είναι πραγματικά αληθινό. Οι
ερμηνείες είναι πολλές και όλες μπορεί να περιέχουν κάποιο κομμάτι της αλήθειας.
Η αλήθεια είναι ότι η μουσική μπορεί να σε ξυπνήσει ή ακόμα να σε κινήσει
περισσότερο.
Όπως λέγανε και λένε μέσα από τη
φιλοσοφία το βουδισμού, η απλότητα είναι η κορυφαία αρετή. Κατ αυτόν τον τρόπο
η μουσική αυτού του τραγουδιού είναι ένας ύμνος στην απλότητα και στη συγκίνηση.
Με αργό ρυθμό και μια μινιμαλιστική μελωδία, σε συνδυασμό με την λυρική
ενορχήστρωση καταφέρνει να δημιουργήσει ένα χώρο όπου η φωνή του János Kóbor,
δείχνει να αιωρείται πάνω από τις νότες. Η κοπέλα που αναφέρεται στο τραγούδι
με τα μαργαριταρένια μαλλιά, καταφέρνει να γίνει μια μορφή που αγγίζει το μύθο,
μια μούσα που έρχεται να φέρει τη λύτρωση, να μπορεί να ανάψει τη φλόγα σε μια
καρδιά και ταυτόχρονα να αφυπνίσει και την επιθυμία για ζωή. Και δεν είναι
τυχαίο πως ο έρωτας διαπλέκεται με την πολιτική.
Οι ερμηνείες όμως, ενός σχεδόν
αρχετυπικού τραγουδιού μπορούν να διαβαστούν με πολλούς τρόπους και ένας από
αυτούς είναι πως λειτουργεί σαν ένα υπνωτιστικό πέπλο. Η επανάληψη, η αργή ροή
και η απουσία της κάθε κορύφωσης, θυμίζουν έντονα μια λιτανεία, προσκύνημα ενός
κοινώς αποδεκτού ή ακόμα επιβεβλημένου καθεστώτος και όχι κάλεσμα η αφύπνιση.
Με μια βαθιά βουτιά στη μουσική ανάλυση μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε πως η
φωνή δεν τραγουδάει για να σας σηκώσει, αλλά για να σε κρατήσει μαγεμένο ή
ακόμα ξαπλωμένο. Ίσως ταιριάζει σε αυτή την ερμηνεία και το παραμύθι της ωραίας
κοιμωμένης. Η κοπέλα δεν έρχεται ποτέ κι εσύ την αναμένεις και όσο την
αναμένεις δεν καταφέρνεις να ζήσεις ποτέ.
Οι Omega, ως μέλη της progressive rock σκηνή της πολιτικά Ανατολικής
Ευρώπης, ουσιαστική υπήρξε ένας φάρος της δημιουργικότητας μέσα σε ένα
περιβάλλον έντονης λογοκρισίας και περιορισμών που να θυμίζουν τη δυτική
κουλτούρα. Με επιρροές από τους Pink Floyd και τους Beatles, έπλασαν έναν ήχο
που ταξίδεψε πέρα από τα σύνορα της Ουγγαρίας, φτάνοντας σε Πολωνία, Γερμανία,
Σοβιετική Ένωση. Το “Gyöngyhajú lány” έγινε διεθνές σύμβολο, διασκευάστηκε από
τους Scorpions ως “White Dove” και έφτασε στο Νο.18 στη Γερμανία και στο Νο.20
στην Ελβετία.
Οι στίχοι του “Gyöngyhajú lány”
γράφτηκαν από την Anna Adamis και η μουσική συντέθηκε από τον Gábor Presser.
Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αναφορά για το ποια ήταν η έμπνευση για τους
στίχους και πώς προέκυψαν αυτοί ή μελωδία. Αλλά όπως φαίνεται, η δημιουργία του
τραγουδιού ουσιαστικά ήταν αποτέλεσμα μιας βαθιάς επιθυμίας για να εκφραστεί η
νοσταλγία, η απώλεια καθώς και η αναζήτηση ενός ονείρου μας σε μια εποχή που
υπήρχε έντονη κοινωνική καταπίεση.
Η Anna Adamis, ποιήτρια και
στιχουργός, έφτιαξα τους τοίχους με στόχο να δώσει έντονο συμβολισμό και με
μεγάλη λυρική διάθεση. Η «Κοπέλα με τα μαργαριταρένια μαλλιά» δεν είναι απλώς
μια φιγούρα γεμάτη ρομαντισμό, αλλά μια ονειρική ως και μυθική παρουσία η οποία
καταφέρνει να ενσαρκώσει την ελπίδα, την ομορφιά αλλά ίσως και την παροδικότητα.
Δυστυχία εναλλάσσονται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα με μοτίβα τα
οποία επαναλαμβάνονται. Η αμφισημία, αν είναι όνειρο είναι πραγματικότητα,
ουσιαστικά αποτελεί το λογικό πυρήνα του τραγουδιού. Δεν υπάρχουν κάποιες
καταγεγραμμένες δηλώσεις της στιχουργού για την ακριβή πηγή της έμπνευσης, αλλά
η ίδια είχε δηλώσει ότι συχνά παρουσίαζαν μέσα στους τοίχους τους κάποιες
ονειρικές μορφές που γεννιόντουσαν από την ανάγκη για ομορφιά μέσα στην ασχήμια
της καθημερινότητας.
Ο κύριος δημιουργός της μελωδίας, ο
Gábor Presser, ήταν μόλις 20 χρονών όταν δημιούργησε. Η μελωδία του τραγουδιού
έχει αργό τέμπο, μινόρε κλίμακα και η αιθέρια πλήκτρα που θυμίζουν Art rock Και δημιουργούν μια υπνωτιστική
ατμόσφαιρα. Δεν υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες δηλώσεις για τις μουσικές
επιρροές, αλλά πως γίνεται φανερό πως Εμπεριέχει
στοιχεία από Space rock και art pop, με επιρροές από Pink Floyd και Procol
Harum. Η εισαγωγή θυμίζει το “A
Whiter Shade of Pale” (1967), με παρόμοια χρήση πλήκτρων και αργής μελωδικής
ανάπτυξης. Ο ίδιος ο Presser δήλωσε πως
ήθελε να γράψει κάτι που να μοιάζει με όνειρο, με κάτι μόλις χάνεται όταν το
αγγίξεις και ακούγοντας το τραγούδι μάλλον αυτή η έκφραση ταιριάζει απόλυτα με
το τελικό αποτέλεσμα.
Το τραγούδι έγινε ένα από τα πιο
σημαντικά δείγματα της progressive rock
σκηνής της κεντρικής
Ευρώπης και η επιτυχία της οφείλεται στο γεγονός πως δεν προκαλεί με κανέναν
τρόπο. Δεν ξεσηκώνει και δεν απαιτεί, κάτι που το κάνει ένα ασφαλές μουσικό
κομμάτι και ίσως γι αυτό το λόγο επιτράπηκε η κυκλοφορία του την εποχή εκείνη. Μιλάει
για μια γυναίκα τα οποία δεν υπάρχει, για έναν έρωτα που δεν απειλεί κυρίως
στην εξουσία, είναι μια. Νοητική και συναισθηματική απόδραση και σε καμιά
περίπτωση κάποια επανάσταση. Πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, την ίδια εποχή
που δημιουργήθηκε και το τραγούδι κάποιο άλλο τραγούδι έγινε σύμβολο μιας
επανάστασης (ΕΔΩ), κάτι που δεν κατάφερε το τραγούδι των Omega. Παρόλο που το τραγούδι έχει
περάσει ήδη τον μισό αιώνα ζωής και συμβολισμούς και ερμηνείες μπορεί να δώσει
ο καθένας όποιος θέλει. Για άλλος είναι η μνήμη της αγάπης που σώζει, για
άλλους είναι το φάντασμα μιας αγάπης που δεν ήρθε ποτέ. Αλλά το βασικό
πλεονέκτημα του τραγουδιού είναι πως δεν δίνει απαντήσεις, απλά καθρεφτίζει τον
Ακροατή. Και είτε μπορείς να δεις ένα φως που σε καλεί είτε μια πλάνη που σε
κρατά.
Είναι άξιο να σημειωθεί τέλος, όπως
ακόμα και στην ελληνική πραγματικότητα οι καταπιεστικές κυβερνήσεις πάντα
υποστήριζα τα ελαφρώς ερωτικά τραγούδια, τα οποία απλά έδιναν ένα προσωρινό
καταφύγιο και δεν μπορούσαν ποτέ να τα ξεσηκώσουν τον κόσμο ώστε να ξεκινήσει
την πραγματική του αλλαγή. Και η ελληνική πραγματικότητα ιδίως μετά τον εμφύλιο
πόλεμο δείχνει αυτό το πράγμα.
Jacek Henryk Maniakowski