Λέγοντας διπλή ζωή, συνήθως
φανταζόμαστε και κρυφή. Ουσιαστικά, η φράση αυτή είναι μια λεκτική πλάνη, η
οποία απλά φαντάζει αληθινή μόνο μέσα από μια στερεοτυπική προσέγγιση προς την
ίδια την ζωή. Η ζωή είναι μία και είναι το διάστημα μεταξύ γέννησης και
θανάτου, μαζί με τα δρώμενα ενός ανθρώπου μέσα σε αυτό. Κατά μια άλλη ερμηνεία,
ίσως ορίζει αυτό που αποδέχεται μια κοινωνία
και αυτό που απορρίπτει. Όλοι οι ορισμοί μιας διπλής ζωής προέρχονται από το εξωτερικό
περιβάλλον ενός ανθρώπου.
Κάποιοι όμως εξ ανάγκης έχουν
διπλό ρόλο σε μια κοινωνία, αυτοί είναι οι μουσικοί. Ο ένας τους ρόλος είναι
για το υλικό προς το ζην και ο δεύτερος για πνευματικό ή εσωτερικό ζην. Και
φυσικά δε μιλάμε για ευκαιριακούς μουσικούς, που χρησιμοποιούν την τέχνη αυτήν
σαν μέσο για άλλους προσωπικούς σκοπούς, αλλά για ανθρώπους οι οποίοι έχουν
δώσει την ψυχή τους σε αυτήν. Όλοι αυτοί, παλεύουν να σώσουν την ψυχή τους
αγωνιζόμενοι παράλληλα και για την
επιβίωσή τους. Και όταν το είδος μουσικής που τιμάνε είναι το rock & metal, τα πράγματα ζορίζουν ακόμα
περισσότερα.
Αλλά γιατί ένας ταλαντούχους,
πολλές φορές και σπουδαγμένος πάνω στο αντικείμενο της μουσικής, δεν μπορεί να
βγάλει προς τα ζην με την μουσική; Δεν είναι λίγες φορές, που οι μουσικοί
αναφερόμενοι στην ιδιότητά τους, ξαναρωτιούνται «και η δουλειά σου ποια
είναι;». Τελικά είναι επάγγελμα η μουσική; Εδώ τα πράγματα λίγο περιπλέκονται,
όχι γιατί είναι τόσο περίπλοκο να είναι κανείς μουσικός, αλλά γιατί η συμβολή
της στην κοινωνία θεωρείται ανεπαρκής. Πάντα με ανεπαρκής αντίληψη του κόσμου
και του περιβάλλοντος, την οποία ακολουθεί και η πλειοψηφία.
Ίσως πάλι η ετυμολογία της
ελληνικής γλώσσας να μας δώσει κάποιες απαντήσεις: επάγγελμα σημαίνει «κάθε
εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό
διάστημα για βιοπορισμό», αναφέρει το http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B5%CF%80%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BC%CE%B1
. Μια ακόμα λέξη που ταυτίζεται με αυτό είναι η «υπόσχεση». Αλλά το περίεργο είναι πως το αντίθετο του
επαγγελματισμού είναι ο ερασιτεχνισμός, του οποίου η ετυμολογία βγαίνει από το ἔραμαι, που σημαίνει αγαπώ,
είμαι ερωτευμένος, λαχταρώ ποθώ + -τέχνη. Κάποιος που θα ασχοληθεί με την
μουσική, σίγουρα παρασύρεται από τον πόθο για την τέχνη αυτήν. Θα τολμήσω να
συμπεράνω, πως ότι αγαπά κανείς δεν χρειάζεται ούτε νομική υπόσταση ούτε και να
ανταμειφτεί για αυτό. Από την άλλη, ο εξαναγκασμός χαίρει κοινωνική αποδοχής και μάλιστα
ανταμείβεται. Άρα υπάρχει μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, από
συγκεκριμένες πηγές, οι οποίες και επωφελούνται αυτής. Με μόνο επιχείρημα την
ταύτιση της ασυδοσίας με την ελευθερία.
««Ο ορισμός του επαγγελματία είναι
ότι πληρώνεται», λέει « Λένε πως “Εκείνος που πληρώνει αποφασίζει ποιο τραγούδι
θα παίξει ο μουσικός». Αν πληρώνεσαι, αυτός που πληρώνει θα σου πει ποιο
τραγούδι θέλει να ακούσει. Αν δεν πληρώνεσαι όμως μπορείς να παίξεις όποιο
τραγούδι τραβάει η ψυχή σου» απαντά ο Dan Gorney στην ερώτηση του Μιχάλη
Πουγούνα, γιατί δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά μην μουσική. (Ο Jay Gorney,
τo «πιο αντικαπιταλιστικό τραγούδι στον κόσμο» και η τιμωρία τού να ονειρεύεσαι
σε έναν «ελεύθερο κόσμο»...) για το site Merlin’s Music Box.
Ας σκεφτεί κάποιος, αν δε μιλούσαμε για τη μουσική, αλλά για τον έρωτα, πως
φαινόταν όλα τα παραπάνω γραφόμενα.
Όλη αυτή προσέγγιση μπορεί να έχει
κοινωνικές προεκτάσεις. Όμως, μήπως έχει ήδη κοινωνικές προεκτάσεις; Η μουσική
ΕΙΝΑΙ κοινωνική προέκταση! Η μουσική δεν αποτελεί κάποιο ξένο σώμα μέσα σε μια
κοινωνία, είναι μέρος της. Και όσο πιο εξελιγμένη είναι μια κοινωνία, άλλο τόσο
είναι και η μουσική και κατά προέκταση και η τέχνη, ριζωμένη σε αυτήν (την
κοινωνία). Μπορεί η μουσική να έχει σκλαβωθεί από βασιλιάδες και μια αυθαίρετη
ελίτ, αλλά η κάθε της νότα φωνάζει για ελευθερία. Και ίσως, σα μια λυρική
μεταφορά, μπορεί να παρομοιαστεί με πουλιά, τα οποία πετάνε ελεύθερα στον αέρα,
αλλά πολλές φορές τρέφονται από την γη. Άλλωστε, αν ρωτήσεις κάποιον ποιο ζώο σκέφτεται
πρώτο που τραγουδάει, η απάντηση έρχεται σχεδόν αυθόρμητα.
Η αλήθεια είναι ένα τέρας που
σκοτώνει μόνο τους υποκριτές. Φυσικά αλληγορία της φράσης είναι ολοφάνερη, αλλά
ο φόβος είναι πραγματικός. Μαζί με την απελευθέρωση της μουσικής και αρχές τις
μαζικής της διάδοσης, εμφανίστηκαν
(ξανά) και οι δυνάστες, οι οποίοι θέλησαν να βάλουν «χειροπέδες» στις
νότες και να φίμωτρο στους στίχους. Η μήτρα της σύγχρονης μουσικής (ίσως όχι η
μοναδική), η Αμερική γνώρισε από το πρώτο χέρι τις διώξεις των μουσικών με
αφορμές τον πόλεμο και μια φανταστική κομμουνιστική απειλή. Παράλληλα οι
μουσικοί έχαναν τα εισοδήματά τους εξαναγκασμένοι είτε να βρουν άλλη ασχολία
είτε να παίζουν παράλληλα με την δουλειά τους και σε μικρό ακροατήριο.
Με την απαξίωση, είτε με
οργανωμένες διώξεις είτε με μια κρυφή και σταδιακή ταύτισή της με κάτι αόριστα
κακό, απέκτησε και μια στερεοτυπική φήμη. Και η φήμη μιας πληροφορία είναι
πάντα πιο δυνατή, από την ίδια την πληροφορία. Έτσι η φήμη ενός μουσικού, ότι
είναι αγύρτης και αλήτης, είναι βαθειά ριζωμένη στο ανθρώπινο υποσυνείδητο.
Κάτι που καλλιεργήθηκε επί πολλούς αιώνες από ανθρώπους με πάθος για δύναμη και
απέχθεια προς την ελευθερία.
«Κι έτσι του κατέστρεψαν την
καριέρα. «Το FBI ήταν στο τηλέφωνο και έξω από την πόρτα μας. Κάθε φορά που
μάθαιναν ότι ετοίμαζε κάποια δουλειά, τηλεφωνούσαν στους παραγωγούς και έλεγαν,
“Ξέρετε ότι αυτός είναι κομμουνιστής; Ξέρετε ότι θα έχετε προβλήματα μαζί μας
αν χρησιμοποιήσετε τη μουσική του;” Κι έτσι τον στρίμωξαν από παντού και ήταν
αδύνατο να ξαναβρεί δουλειά. Αυτή ήταν η Μαύρη Λίστα. Δεν ήταν όμως μόνο μια
λίστα. Υπήρχαν πράκτορες του FBI που με ακολουθούσαν στο σχολείο. Μιλούσαν στον
διευθυντή του γυμνασίου μου. Είχαν ρωτήσει τον δάσκαλο που είχα στην πρώτη
δημοτικού “Μήπως ο μικρός Daniel είπε κάτι κομμουνιστικό;” Τον δάσκαλό μου στην
πρώτη Δημοτικού!» λέει ο Dan με πόνο. «Έτσι έμπλεξαν όλη μου την οικογένεια και
δεν υπήρχε δουλειά για τον πατέρα μου. Πήγε και δούλευε η μάνα μου». Διαβάζουμε
στο προαναφερθέν άρθρο του Μ. Πουγούνα για την ζωή του Jay Gorney μέσα από
συζήτηση με τον γιο του Dan.
«Σταμάτησε άραγε αυτό κάποια
στιγμή;» ρωτάει ο αρθρογράφος τον Dan
«Πρέπει να ήταν ήδη 55-60 χρονών
όταν συνέβησαν αυτά. Συνέχισε να γράφει αλλά δεν έγιναν πολλά πράγματα. Έγραφε
με άλλους που ήταν επίσης στη Μαύρη Λίστα, με ανθρώπους σε βάρος των οποίων
είχε στηθεί κυριολεκτικά μια συνωμοσία προκειμένου να τους κρατήσουν εκτός
αγοράς. To μεγαλύτερο μέρος αυτής της βιομηχανίας έχει να κάνει με το χρήμα και
υπήρχαν προοδευτικοί άνθρωποι που έχτισαν το αμερικανικό μουσικό θέατρο. Οι
περισσότεροι από αυτούς, όπως ο Gershwin και άλλοι, έτυχε να είναι
Γερμανοεβραίοι και Ρωσοεβραίοι. Ο Yip (Harburg), (ήταν ένας στιχουργός, γνωστός για τον
κοινωνικό σχολιασμό που περιείχαν οι στίχοι του, καθώς και για τις φιλελεύθερες
ιδέες του. Υποστήριζε τη φυλετική ισότητα, την ισότητα των δύο φύλων αλλά και
τον συνδικαλισμό. Ήταν επίσης ένθερμος επικριτής της θρησκείας) ήταν φίλος με
τον Gershwin στο γυμνάσιο. Ο Yip ήταν φτωχός. Οι Gershwin ήταν Γερμανοεβραίοι.
Είχαν γραμμόφωνο και ο Yip πήγαινε σπίτι τους και άκουγαν δίσκους».
Όταν δε μπορείς να σκοτώσεις το
λιοντάρι, πνίγεις τα κουτάβια του. Και έτσι απλά αποκλείεις μικρότερους μουσικούς είτε σε βεληνεκές είτε
σε ηλικία. Και αφήνοντας τις λυρικές μεταφορές, αυτό που πρέπει να «σκοτώσουν»
είναι τα όνειρα ενός μουσικού, πριν καταλάβει την δύναμη αυτού του εργαλείου. Ο
πιο απλός τρόπος είναι η οικονομική του απαξίωση, κυρίως σε κοινωνίες που η
βασική αρχή προσκυνήματος είναι το χρήμα. Η τήρηση ενός στερεότυπου για την μη
αναγκαιότητα της, είναι απλά το όπλο ή μέσο.
Τι είναι όμως αυτό, το οποίο
εμποδίζει την κατανόηση της σημαντικότητας της μουσικής μέσα στην ελληνική
κοινωνία; Την απάντηση δίνει πολύ εύστοχα ο Μ. Πουγούνας:
« Η κοινωνική καταξίωση για την
ελληνική κοινωνία είναι τα λεφτά. γι αυτό όλες οι οικογένειες ήθελαν τα παιδιά
τους να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι. Λεφτά πάση θυσία. Οι τέχνες, τουλάχιστον
στην Ελλάδα, δεν φημίζονται ως προσοδοφόρες. Έτσι κι αλλιώς από την δεκαετία
του '90 και μετά καλλιεργήθηκε η άποψη πως η κουλτούρα είναι ένα άχρηστο
πράγμα. Γεγονός είναι όμως πως όσο πιο καλλιεργημένο είναι το κοινό, τόσο πιο
απαιτητικό είναι, άρα και ο καλλιτέχνης θα πρέπει να γίνεται καλύτερος, πιο
ιδιαίτερος, πιο πρωτοποριακός κλπ. Αν λοιπόν βάλεις πως η μουσική, πχ το
ρεμπέτικο, ήταν μουσική παράνομων και αποτελούσε μουσικό καμβά μιας
υποκουλτούρας στην δεκαετία του 20 και του 30, αν το λαϊκό εξέφραζε τον πόνο
εκείνων που μετανάστευαν, αν το δημοτικό δεν το καλλιεργούσαν γιατί "τι να
το κάνουν τα υψηλά αστικά στρώματα" θα καταλάβεις πως το τι είναι τέχνη
και πόσο είναι αποδεκτή, έχει γνώμονα τους πλούσιους. Και αν η πλειοψηφία θέλει
να γίνει πλούσια και να συμπεριφέρονται όπως οι λεφτάδες, αυτό σημαίνει α-καλλιέργεια.
Α-μορφοσιά. Γιατί η τάξη των ανθρώπων που έχουν λεφτά στην Ελλάδα, μπορεί να το
παίζει πως έχει τελειώσει πανεπιστήμια στο εξωτερικό και πως έχει λεπτά γούστα,
αλλά όπως φαίνεται από όλους αυτούς που κυβερνούν την χώρα (και προέρχονται από
πλούσιες οικογένειες) δεν πρόκειται για τίποτα τζιμάνια. Προφανώς με μέσον
τελείωσαν ότι τελείωσαν. Αυτοί είναι και το πρότυπο λοιπόν για πολύ κόσμο. Το
χρήμα είναι ο στόχος και όχι η τέχνη ή καλλιέργεια, η έκφραση. Αυτά είναι
αδιάφορα για πάρα πολλούς. Αυτοί όμως που τους αφορούν αυτά, θεωρούνται ουφο από
την Ελληνική κοινωνία. Ψωνάρες, κουλτουριάρηδες κλπ. Γι αυτό η τέχνη πετιέται
έξω από το παράθυρο από τα σχολεία. Το σύστημα παίρνει αυτό που παραγγέλνει.
Και οι τέχνες του είναι αδιάφορες. Γι αυτό και ο καλλιτέχνης κάνει δύο
δουλειές. Μια για την ψυχή και μια για το σώμα του.»
Είναι φανερό, πως το πρόβλημα
είναι κοινωνικό. Μια ευφυή κοινωνία δεν χειραγωγείται. Και έχει αξίες, τις
οποίες δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε με τυπωμένα τραπεζογραμμάτια ή αλλιώς υποσχετικές. Αλλά
ούτε και με χρυσάφι. Το ίδιο το ταλέντο, ούτε και αυτό αγοράζεται, απλά το χεις
ή δεν το χεις. Η σκληρή δουλειά που χρειάζεται για την αξιοποίηση, είναι
αποτέλεσμα βούλησης και αγάπης ενός μουσικού, προς την τέχνη αυτή.
Η καλλιέργεια της μετριότητας ή
πιο αναίμακτης άμβλυνσης ακόμα και στην μουσική, φτιάχνει ένα κοινό με χαμηλή
αντίληψη, που εύκολα μπορεί να δεχτεί οτιδήποτε στερεότυπο και απλά να
επαναλαμβάνει ασυνείδητα με την μορφή μιας ψευδοπαράδοσης και κοινωνικών
αυτοματισμών. Χωρίς την ανάγκη της
δικαιοσύνης και καμιά αναζήτηση της αξιοκρατίας.
Άρα ο διπλός ρόλος ενός
πραγματικού μουσικού είναι μια αναγκαία πλάνη στα μάτια των αδαών. Η πλάνη
αυτή, μπορεί να φύγει μόνο με την εξέλιξη μια κοινωνίας, όπου η αξιοκρατία να
είναι η βασική της αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου