Ο κόσμος σήμερα δεν έχει μάτια για
το σοφό, το αληθινό, το ποιοτικό. Ίσως να του ρίξει μια φευγαλέα ματιά, ίσως να
το προσπεράσει με αδιαφορία. Αν όμως κάτι είναι ενοχλητικό, αν κάνει θόρυβο,
τότε θα το προσέξουν. Θα το σχολιάσουν. Θα το αναπαράγουν. Είναι μια πικρή
αλήθεια: η προσοχή δεν πηγαίνει εκεί που υπάρχει ουσία, αλλά εκεί που υπάρχει
ενόχληση. Κι έτσι, η ιδέα της σωκρατικής μύγας — αυτής που τσιμπάει για να
αφυπνίσει — μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Όχι η μύγα που βουίζει άσκοπα, αλλά
εκείνη που ενοχλεί για καλό. Γιατί μέσα στο πλήθος των τραγουδιών, τα
περισσότερα είναι απλές μύγες: πετούν, βουίζουν, και πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν
τίποτα πίσω τους. Το “Tubthumping” των Chumbawamba είναι μια τέτοια μύγα.
Ενοχλητική, ναι. Αλλά με σκοπό. Με πολιτική. Με ιστορία.
Κυκλοφόρησε στις 11 Αυγούστου του
1997 και έγινε το πιο επιτυχημένο single των anarcho-punk Chumbawamba.
Σκαρφάλωσε στο Νο 2 του UK Singles Chart και στο Νο 6 στην Αμερική. Και όμως,
το Rolling Stone το κατέταξε στο Νο 12 στη λίστα “20 Most Annoying Songs”. Ίσως
γιατί δεν κατάλαβαν τι λέει. Ίσως γιατί τους ενόχλησε. Ο τίτλος “Tubthumping”
είναι πολιτικός. Αναφέρεται σε κάποιον που μιλά δημόσια, φωναχτά, υπεράνω μόδας
και κοινωνικών συμβάσεων. Οι Chumbawamba τον χρησιμοποιούν ειρωνικά, για να
δείξουν την αντίσταση του απλού ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Το τραγούδι
είναι ύμνος της εργατικής τάξης, της καθημερινής πτώσης και της αέναης
προσπάθειας να σταθεί ξανά. Το
“I get knocked down, but I get up again” δεν είναι απλώς ρεφρέν. Είναι πολιτική στάση.
Η ιδέα του τραγουδιού προήλθε από ένα
γκράφιτι στο Παρίσι του ’68 , “Soyez réalistes, demandez l’impossible”, από την υπόθεση McLibel και από
το μυθιστόρημα “The Loneliness of the Long
Distance Runner”. Η McLibel ήταν μια δικαστική διαμάχη μεταξύ δύο
ακτιβιστών του London Greenpeace και της McDonald’s. Οι ακτιβιστές μοίραζαν
φυλλάδια που κατηγορούσαν την εταιρεία για εκμετάλλευση εργαζομένων,
περιβαλλοντική καταστροφή και ανθυγιεινά προϊόντα. Η McDonald’s τους μήνυσε για
δυσφήμιση. Η δίκη κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Οι ακτιβιστές δεν είχαν
δικηγόρους. Η McDonald’s είχε στρατό. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση έγινε σύμβολο
αντίστασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι
παραβιάστηκε η ελευθερία έκφρασης των ακτιβιστών. Αυτό είναι το “I get knocked down, but I get up
again”. Αυτό είναι το Tubthumping. Δεν είναι pop. Είναι punk. Είναι
πολιτική. Είναι μύγα, αλλά όχι από αυτές που απλώς βουίζουν.
Η μπάντα αρνήθηκε πρόταση της Nike
να χρησιμοποιήσει το τραγούδι στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Τους πήρε 30 δευτερόλεπτα
να πουν “όχι”. Το τραγούδι έχει ακουστεί σε πολλές γλώσσες, με προσαρμοσμένους
στίχους. Ακόμα και στα γαλλικά. Η έκδοση του single ξεκινάει σαν ποδοσφαιρικός
ύμνος. Η εκτέλεση του άλμπουμ ξεκινάει με μονόλογο του Pete Postlethwaite από
την ταινία Brassed Off (1996). Ο στίχος “Pissing the night away” γίνεται “Singing the night away” στο δεύτερο μέρος. Και
το sample από το “Danny Boy” του 1910 είναι εκεί για να θυμίσει την εργατική
τάξη, την ιρλανδική ταυτότητα, την αντίσταση.
Το μυθιστόρημα του Alan Sillitoe, “The Loneliness of
the Long Distance Runner”, (με το οποίο εχουν ασχοληθεί και οι Iron Maiden) είναι η αλληγορία του μοναχικού αντιστάτη. Τρέχει — όχι για να νικήσει, αλλά για
να αρνηθεί να υπακούσει. Αυτό είναι το Tubthumping. Δεν είναι απλώς ένα
ενοχλητικό τραγούδι. Είναι η μύγα του Σωκράτη, μεταμφιεσμένη σε ποδοσφαιρικό
ύμνο. Ενοχλεί, ναι — αλλά για να αφυπνίσει. Και μέσα στον θόρυβο της εποχής,
ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ακουστεί η αλήθεια.
Το “Tubthumping” των Chumbawamba
είναι μια μύγα που ενοχλεί — αλλά όχι άσκοπα. Είναι η μύγα του Σωκράτη,
μεταμφιεσμένη σε ποδοσφαιρικό ύμνο, που τσιμπάει για να ξυπνήσει. Κυκλοφόρησε
το 1997, έγινε παγκόσμιο χιτ, και ταυτόχρονα μπήκε στη λίστα των πιο ενοχλητικών
τραγουδιών. Όμως πίσω από το ρεφρέν “I get knocked down, but I get up again”
κρύβεται μια πολιτική κραυγή: η αντίσταση του απλού ανθρώπου απέναντι στην
εξουσία, η επιμονή του Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ. Η υπόθεση McLibel, η
μακροβιότερη δίκη στην ιστορία της Βρετανίας, η άρνηση της μπάντας να
συνεργαστεί με τη Nike, το γκράφιτι του Παρισιού του ’68, το μυθιστόρημα “The
Loneliness of the Long Distance Runner” — όλα αυτά δεν είναι απλώς αναφορές,
είναι το σώμα του τραγουδιού. Είναι η απόδειξη ότι η ενόχληση μπορεί να έχει
σκοπό. Και μέσα στην ζούγκλα της πληροφορίας, όπου το ποιοτικό χάνεται, όπου
έχουμε πέσει σε μια λήθη όμοια με αυτή των λωτοφάγων, βολεμένοι στον γλυκό
καρπό της ευκολίας, το “Tubthumping” έρχεται να μας ταρακουνήσει. Γιατί η λήθη
είναι ο θάνατος του δειλού. Και ίσως, τελικά, μια σωκρατική μύγα να είναι η
μόνη που μπορεί να μας σώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου