Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Rock - e - pedia Alternative Metal

 

 Όσο αυξάνεται η γνώση των υλικών, άλλο τόσο αυξάνεται και η χρήση τους και οι συνδυασμοί μεταξύ τους.

Alternative Metal (γνωστό και ως alt-metal)

 

 

Πως ακούγεται: σαν Heavy Metal αλλά κάπως διαφορετικό και σίγουρα λιγότερο πομπώδες, με λιγότερα σπαθιά και δράκους. Βασικά είναι Heavy Metal το οποίο ενσωματώνει και άλλα είδη μουσικής με διακριτικό τρόπο, αλλά ικανό να δηλώσει τελείως διαφορετική μορφή στην μουσική.

Γιατί να το ακούσουμε: Γιατί είναι πιασάρικο, διαφορετικό και ανανεώνεται συνέχεια. Κατάφερε να κάνει γνωστό τη Metal μέσα από την ενσωμάτωση και άλλων μουσικών μοτίβων και γιατί είναι ίσως το πιο επιτυχημένο είδος της Metal.



Γιατί όχι: Και που είναι οι δράκοι να πολεμήσουμε; Τα όντα αυτά ήσαν μια κάποια λύση. Και που είναι η μαλλιούρα; Γιατί δεν είναι ορθόδοξο ετοιμοπόλεμο και μαζεύει και πολλές γυναίκες, Είναι για φλώρους.

Που; Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Πότε; Δεκαετία του ’80

Ποιοι; Ο όρος χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1980, αν και εμφανίστηκε (επίσημα) στη δεκαετία του 1990.

Στους πρωτοπόρους συγκαταλέγονται οι Faith No More, οι Living Colour, οι Soundgarden και οι Jane's Addiction.

Το είδος σημείωσε επιτυχία τη δεκαετία του 1990 με την αύξηση της δημοτικότητας των Helmet, Tool και Alice in Chains.

Αλλά ακόμα να ακούσεις: Twelve Foot Ninja,  Chevelle, Love And Death (Perfectly Preserved), God Damn (Raw Coward), Quicksand (Distant Populations), Limp Bizkit (Still Sucks), Tomahawk (Tonic Immobility), Sleep Token (This Place Will Become Your Tomb).



Μέρες δόξας: Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 βρίσκεται σταθερά στα charts και δεν είναι λίγες φορές που καταλαμβάνει πολύ ψηλές θέσεις. Γενικά οι μπάντες του είδους γεμίζουν στάδια και το είδος είναι μια μήτρα που γέννησα πάρα πολλές ακόμα εκφράσεις της Metal.

Κόκκινη κάρτα: Η εμπορικότητα του είδους, πολλές φορές το έχει οδηγήσει στην απώλεια αυθεντικότητας και γενικά το αγαπάνε πολύ τα μουσικά ΜΜΕ, κάτι που δείχνει έναν συμβιβασμό… για την δόξα και τα φράγκα.

Με τι μπερδεύεται; Με Funk Metal, Nu Metal, Rap Metal,


Jacek Henryk Maniakowski

The Rumjacks - Eight Beers McGee

 

Η ζωή είναι ένα σύνολο από μυστηριώδεις συναντήσεις, είχε γράψε κάποτε ένας συγγραφέας και φιλόσοφος. Απλοποιώντας μάλλον την θεωρεία πως όλα είναι Ένα. Ουσιαστικά όμως, υπάρχει μια αόρατη σύνδεση μεταξύ όλων ανθρώπων. Στην εποχή ενός παγκόσμιου χωριού, η σύνδεση αυτή μπορεί να ξεπεράσει γεωγραφικά εμπόδια και μέσα από το διαδίκτυο κυρίως, μπορεί να φέρει σε επαφή ανθρώπους, που σε άλλες εποχές δεν θα ήταν κάτι τέτοιο δυνατό. Και ίσως το καλύτερο μέσο είναι οι ίδιες οι ιστορίες των ανθρώπων αυτών.




Και καμιά φορά οι απλοί, βασανισμένοι άνθρωποι  μπορούν  να γίνουν τραγούδι μέσα από αυτές τις μυστηριώδεις συναντήσεις. Μια τέτοια συνάντηση έλαβε χώρα στο τρίτο άλμπουμ των Αυστραλών  The Rumjacks, το Sleepin' Rough του 2016. Το τραγούδι Eight Beers McGee είναι δημιουργία του τότε τραγουδιστή του συγκροτήματος Frankie (Francis McLaughlin) μουσικά και λυρικά. Και μέσα στην καθαρά celtic punk δομή του, έχει ένα αφηγηματικό τόνο, όπως τα παραδοσιακά ιρλανδικά τραγούδι. Και όντως αφηγείται την ιστορία ενός ακόμα κατατρεγμένου Ιρλανδού.

Μια προσωπική ιστορία, λοιπόν έφτασε στα χέρια (στα μάτια μάλλον) του πρώην πλέον τραγουδιστή του συγκροτήματος, από έναν fan τους. Κάπου στο 2014, ένας φίλος τους από Η.Π.Α., έστειλε στον ίδιο έναν σύνδεσμο από μια συζήτηση σε κάποιο φόρουμ, όπου ένας ανώνυμος άνδρας,  μάλλον Άγγλος αφηγήθηκε μια ιστορία πιθανόν για τον καλύτερο του φίλο. Οποίος προερχόταν από την Ιρλανδία. Και είναι γνωστή η συμπεριφορά των Άγγλων απέναντι στους Ιρλανδούς, με φωτεινές εξαιρέσεις απλά να επιβεβαιώνουν αυτό τον σκοτεινό κανόνα, ως μια συνήθη συμπεριφορά.

Είναι συνήθεια να μην γράφονται τραγούδια για πολύ χαρούμενους ανθρώπους. Έτσι και ο συγγραφέας της ιστορίας αυτής, περιγράφει τον φίλο του σαν πολύ θλιμμένο, με ένα σωρό εσωτερικές συγκρούσεις και προερχόμενο από προβληματικό παρελθόν, κάπως θολό και δύσκολο να περιγραφεί. Σίγουρα ένα μεγάλο βάρος για έναν και μόνον άνθρωπο. Όμως, δεν είναι λίγες φορές που τέτοιο βάρος στην ψυχή, μπορεί να ανυψώσει το πνεύμα και να φωτίσει την πραγματική φύση του ανθρώπου. Ο ήρωας μας είχε κάποια μεγάλα όπλα στην μάχη του με τον εαυτό του και αυτά ήταν η καλοσύνη και η ευγένεια. Αλλά και ήταν άφοβος απέναντι σε όποιον ήθελε να τον προκαλέσει.



Ένας καλός τρόπος να αφήνεις το παρελθόν σου, είναι να αφήνεις και τον τόπο, στο οποίο δημιουργήθηκε αυτό. Αλλά κάποιες φορές, το παρελθόν είναι σαν την σκιά σου, πάντα σε ακολουθεί. Έτσι ο ήρωας του τραγουδιού αποφάσισε να το αφήσει πίσω του, παράλληλα αφήνοντας πίσω και την πατρίδα του, το Derry της Ιρλανδίας για να πάει στην Αγγλία μαζί με την οικογένειά του. Φυσικά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες λυπηρές ιστορίες, αλλά και στην πραγματικότητα, αντιμετώπισε ρατσισμό και bullying. Ωστόσο δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια και όποιος τον προκαλούσε γρήγορα τον έβαζε στην θέση του… με τα χέρια σε σχήμα γροθιάς. Και κάπως έτσι, προφανώς σε κάποιο καυγά, γνώρισε και τον καλύτερο του φίλο, οποίος διηγήθηκε την ιστορία του. Η φιλία τους κράτησε χρόνια και ακόμα μετά το σχολείο συνέχιζαν να κάνουν παρέα, δούλευαν μαζί και διασκέδαζαν μαζί, σαν να ήταν αδέλφια.  

Μια μέρα λοιπόν, γιόρταζαν τα γενέθλια του ήρωα του τραγουδιού, μαζί του ήταν και ο κολλητός του φίλος, αφηγητής της ιστορίας και κάποιοι ακόμα κοντινοί φίλοι. Κάποια στιγμή ήρθαν και στο διαμέρισμά του, όπου γινόταν το πάρτι και 5-6 ακροδεξιοί. Παρόλα αυτά, ο εορτάζων τους καλωσόρισε στην γιορτή. Όπως ήταν φυσικό, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, όπως θα επιθυμούσαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι, αλλά και ο οικοδεσπότης. Οι τύποι αυτοί άρχισαν τον προσβάλλουν και να τον μειώνουν. Ο ίδιος τους ζήτησε να τα αφήσουν αυτά για άλλη μέρα, λέγοντας ότι είναι μια γιορτή και κανένας δεν θα ήθελε προβλήματα. Αλλά ένας από την παρέα του επιτέθηκε και αυτός δεν έχασε στιγμή και απλά τα έκανε όλα λίμπα, όπως και τους ίδιους τους τύπους που ξεκίνησαν όλη την φασαρία.

Και πάνω σε όλη την αναμπουμπούλα εμφανίζονται οι The Rumjacks. Όχι οι ίδιοι σαν κάποιο γκροτέσκο συγκρότημα να κρατάει ρυθμό στο πυξ λαξ μεθυσμένων Άγγλων με έναν Ιρλανδό, αλλά μέσω της μουσικής τους. Και συγκεκριμένα έπαιζε το "Uncle Tommy" από το ντεμπούτο τους άλμπουμ του 2010 Gangs of New Holland, ένα γρήγορο και ρυθμικό κομμάτι που όντως ταιριάζει με κλωτσο-μπουνίδια σε κάποια pub. Και κει ο συγγραφέας της ιστορίας αποκαλύπτει, πως ο κολλητός του φίλος σαν να χόρευε στο ρυθμό του τραγουδιού, πλακώνοντας στο ξύλο έναν έναν τους επίδοξους εκφοβιστές του.



Και κει που μάζευαν να απομεινάρια τους οι πλακωμένοι στο ξύλο, αλλά και όσους δεν μπόρεσαν να περπατήσουν, ο ήρωας μας φώναξε με αγανάκτηση: «Eight beers!.. The bastards broke eight perfectly good fucking beers!!..». Ταυτόχρονα απέκτησε και το παρατσούκλι «Eight Beers McGee». Που αργότερα έγινε τραγούδι από το αγαπημένο του συγκρότημα… μέσω αφήγησης του κολλητού του φίλου, την οποία είδε ένας άλλος φίλος του αυστραλιανού celtic punk συγκροτήματος και τους ενημέρωσε για την  ιστορία αυτή.

Μπορεί ο Eight Beers McGee να ήταν δυνατός στα χέρια και ήξερε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ωστόσο η ζωή δεν του χαμογέλασε και δε μπορούσε να παλέψει με την ίδια ευκολία όπως με τους ακροδεξιούς Άγγλους και με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Πάντα κουβαλούσε μαζί του το βάρος του πρόωρου θανάτου της αδελφής του λίγα χρόνια πριν. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, κατηγορώντας τον ταυτόχρονα ότι δεν ήταν αρκετά κοντά της και έπρεπε να την προστατέψει σαν αδελφός της. Τελικά, λίγα χρόνια μετά το περιστατικό αυτό, αποφάσισε να την συναντήσει, αφαιρώντας ο ίδιος την ζωή του. Τουλάχιστον δεν τον νίκησε κανένας, παρά ο σκοτεινός του εαυτός.

Και όπως είπαμε δεν γράφονται ιστορίες για χαρούμενους ανθρώπους. Και ο Frankie την διάβασε από ένα τυχαίο φόρουμ, λίγο μετά την αυτοχειρία του Eight Beers McGee. Η ιστορία αυτή, δεν πέρασα αδιάφορα από τα μάτια του τραγουδιστή και κατά κάποιον τρόπο τον στοίχειωσε. Άλλωστε, όπως μας αφηγείται ο ίδιος για του λόγου το αληθές, ο καθένας μπορεί να την διαβάσει με μια γρήγορη αναζήτηση.

Αλλά η ιδέα για να γίνει τραγούδι γεννήθηκε όταν διάβασε τα σχόλια για την ιστορία αυτή και συγκεκριμένα ένα το οποίο έλεγε :   “They say a man dies twice, once when his spirit leaves this world, and secondly when people no longer speak his name.”(λένε πως ένας άνθρωπος πεθαίνει δυο φορές, την μίας όταν το πνεύμα αφήνει αυτόν τον κόσμο και δεύτερη φορά όταν οι άνθρωποι δεν λένε πια το όνομά του).  Και αυτή ήταν στιγμή που συνειδητοποίησε πως έπρεπε να γραφτεί τραγούδι προς τιμή του. Με το τραγούδι αυτό θα μπορούσαν να μιλάνε λίγο περισσότερο για τον Eight Beers McGee. Για αυτόν τον λόγο το τραγούδι κλείνει με τον στίχο «Speak my Name!».

Οι στίχοι και η μουσική γράφτηκαν ταυτόχρονα, όπως μας αποκαλύπτει ο δημιουργός. Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιό του παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας τους στίχους και σε κάθε στροφή σταματούσε για να τους γράψει.

Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ Sleepin' Rough το 2016, για την ακρίβεια έναν χρόνο μετά, ο κολλητός φίλος του ήρωα του τραγουδιού, έμαθε για το τραγούδι και επικοινώνησε με το συγκρότημα. Τον ενημέρωσαν για την κυκλοφορία του άλμπουμ, στο οποίο βρισκόταν το τραγούδι και έτσι έστειλε ευχαριστήριο μήνυμα, τονίζοντας πως θα ήταν ο ίδιος ο ήρωας της ιστορίας και του τραγουδιού περήφανος.



Και η ίδια η ιστορία είναι και το μήνυμα του τραγουδιού. Είναι μια ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων, τα οποία μπορεί να τα συναντήσει ο καθένας. Και ουσιαστικά η κοινωνίας μας είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο ώστε δημιουργούνται τέτοιες θλιβερές ιστορίες.

Το τραγούδι δεν συνηθιζόταν να παίζεται ζωντανά από το συγκρότημα και ειδικά μετά από την απόλυση του Francis McLaughlin για ανάρμοστη συμπεριφορά και πρόβλημα με το αλκοόλ, δύσκολα θα το ακούσουμε από την μπάντα.


Jacek Henryk Maniakowski

Rock - e - pedia Afrobeat

 

Όπου η αδικία επικρατεί, οι νότες ανθίζουν εκτός εποχής.

Afrobeat

 

 


Πως ακούγεται: σαν τζαζ, με πολύ αφρικάνικο τέμπο, όπου ο μπασίστας είναι πρώτη μούρη. Η μουσική κατάλληλη για μαζικές διαμαρτυρίες.

Γιατί να το ακούσουμε: Για τον έντονα κοινωνικό-πολιτικό στίχο και γιατί είναι η βασική επιρροή πολλών ειδών. Αλλά και γιατί είμαστε οπαδοί του κινήματος Black Lives Matter, πολύ πριν αυτό πάρει αυτό τον τίτλο και γενικά όλων των κοινωνικών κινημάτων για ελευθερία και ισότητα.  

Γιατί όχι: δεν είναι καν metal!!!!!!!!!!!

Που; Νιγηρία

Πότε; Δεκαετία του ‘60.

Ποιοι; Ο όρος επινοήθηκε τη δεκαετία του 1960 από τον Νιγηριανό πολυοργανιστή και ηγέτη του συγκροτήματος Fela Kuti.



Θεωρείται ως ο υπεύθυνος για την πρωτοπορία και τη διάδοση του στυλ τόσο εντός όσο και εκτός Νιγηρίας.

Αλλά ακόμα να ακούσεις: Femi Kuti, Seun Kuti, Franck Biyong & Massak (Cameroon), Segun Damisa & The Afro-beat Crusaders, Newen Afrobeat (Chile), Eddy Taylor & The Heartphones (Cologne, Germany), Bantucrew, the Albinoid Afrobeat Orchestra / Albinoid Sound System (Strasbourg, France), Abayomy Afrobeat Orquestra, Karl Hector & The Malcouns (Munich, Germany), Afrodizz and Dele Sosimi.

Μέρες δόξας:  κυρίως στις δεκαετίες 60’ και 70’, αλλά μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς και έντονη επιρροή σε jazz βασικά, αλλά ακόμα και για την rock.

Κόκκινη κάρτα: καμία

Με τι μπερδεύεται; Με highlife, hip hop, house, jùjú, ndombolo, Jazz, R&B και soca.

Τι λες στον άσχετο; Jazz με περίεργα κρουστά και δεν είναι μουσική για beach bar, αν και μπορεί να ακουστεί έτσι.


Jacek Henryk Maniakowski

Η Ελευθερία (μας) στον γραπτό λόγο

 

Η έννοια της ελευθερίας έχει απασχολήσει κατά καιρούς από φιλοσόφους ως ιδρυτές θρησκειών και μονάρχες. Ίσως για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετική προσέγγιση. Αλλά σίγουρα είναι κάτι που συζητιέται ακόμα και σήμερα από ένα 6-χρονο, οποίος αναζητά τις πρώτες του εμπειρίες, ως και έναν υπέργηρο, οποίος περιμένει υπομονετικά να απελευθερωθεί από την υλική του υπόσταση. Αλλά εμάς μας απασχολεί κυρίως ελευθερία του λόγου.



Μιλώντας φυσικά, στην Ελλάδα για ελευθερία λόγου, έχει τόση ουσία όσο μια συζήτηση για το πραγματικό χρώμα των δράκων. Ο δημοσιογραφικός λόγος είναι τόσο υποκινούμενος, που το πρώτο συνθετικό της λέξης μπορεί να αφαιρεθεί (δήμος) και απλά να μείνει γραφικός λόγος. Στην πολιτική μπορεί να κατανοηθεί κατά κάποιο τρόπο, όχι να δικαιολογηθεί όμως. Στην αθλητική δημοσιογραφία το οπαδηλήκι του κάθε συντάκτη, μεταφράζεται σε… οπαδογραφία. Αλλά τι γίνεται στην αγαπημένη μας μουσική;

Τo rock και η metal μουσική, σχεδόν σε κάθε τους στίχο, φωνάζει για ελευθερία. Γιατί λοιπόν, ο λόγος των περισσότερων αρθρογράφων και των ελάχιστων δημοσιογράφων, διαβάζεται τόσο συντηρητικός ως και σχεδόν κατευθυνόμενος; Πιθανόν δεν θα βρούμε καμιά απάντηση, αναζητώντας κάποια αιτία πίσω από τον άθλιο μουσικό λόγο, αλλά θα προσπαθήσουμε να βρούμε τροφή για σκέψη.

Καταρχήν, ποιοι είμαστε αυτοί που γράφουν; Βασικό ερώτημα σε μια αναζήτηση στην ζούγκλα των blog και μουσικών site. Στην μεγάλη πλειοψηφία άνθρωποι που κάνουν το μεράκι τους, κάποιοι που προσπαθούν να προβληθούν εκφράζοντας αστήριχτα την γνώμη τους, ημιμαθείς μουσικοί που δεν δέχονται γνώμη κανενός και κάποιοι απλά γραφικοί. Δεν λείπουν οι haters και οι «κράζω άρα υπάρχω». Δημοσιογράφοι; Ελάχιστοι, οποίοι συνήθως χάνονται ανάμεσα σε οπαδογραφήματα επιπέδου τριτοκοσμικής χώρας στην δεκαετία του ’80.



Στις χώρες με μουσική παράδοση στην rock/metal μουσική, ο «γραφιάς» είναι ένας μικρός rock star και ο λόγος του έχει βαρύτητα. Και σίγουρα η ιδιότητα του αυτή του προσφέρει τα προς το ζην. Η διαφορά είναι, πως ελάχιστοι αρθρογράφοι πληρώνονται και αυτοί σίγουρα με τα προς το …επιζήν. Η νοοτροπία ότι όταν κάνεις κάτι το οποίο αγαπάς, δεν πρέπει να αμείβεται, έχει διαποτίσει και την μουσική δημοσιογραφία. Αλλά, από την άλλη, το γεγονός πως δεν αμείβεται κάποιος, πρέπει να γράφει αδιάφορο ως κακό κείμενο; Σίγουρα όχι. Δεν δημιουργήθηκε τίποτα αξιόλογο και διαρκές στον χρόνο από ανθρώπους που λειτουργούν μέσα στο δίπολο της τιμωρίας και επιβράβευσης.

Η πραγματική αγάπη για το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι από μόνο του κίνητρο για προσπάθεια βελτίωσης του λόγου. Όσο το βάθος και η ποικιλία που έχουν οι στίχοι των τραγουδιών, άλλο τόσο μπορεί να γίνει και ο λόγος ενδιαφέρον, ο οποίος αναφέρεται σε αυτήν την μουσική. Όπως και οι μουσικοί της metal, μελετάνε βασικούς κανόνες μουσικής, είτε μέσα από κάποια σχολή είτε μόνοι τους, άλλο τόσο πρέπει να μελετάει ο αρθρογράφος τους βασικούς κανόνες γραμματικής. Αλλά και η μελέτη της λογοτεχνίας κάνει τον λόγο του πιο προσιτό. Και στην πραγματικότητα τον απελευθερώνει από στερεοτυπικές αρλούμπες, οποίες έχουν θέση μόνο σε μια συζήτηση ανάμεσα σε μεθυσμένους χατζημεταλλάδες.

Και στην τελική μην ξεχνάμε ότι από την πληθώρα των συγκροτημάτων, ελάχιστα είναι αυτά που μπορούν να ζήσουν με την μουσική τους. Γεγονός, οποίος αποδεικνύει πως δεν είναι το χρήμα βασικός παράγοντας για μια ποιοτική γραφή.  Και στην ουσία, η έλλειψη ανταμοιβής μπορεί πραγματικά να απελευθερώσει την γραφή, αφού κανένας δεν θα εμποδίσει τον αρθρογράφο να εκφράσει ελεύθερα την σκέψη του. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοούμε την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην ασυδοσία σκέψης-λόγου και στην ελευθερία σκέψης-λόγου.

Σίγουρα ο κάθε αρθρογράφος πρέπει να χει γνώση, αλλά κυρίως την προσωπική αντίληψη του αντικείμενου με το οποίο θα ασχοληθεί. Κάτι που σπάνια φαίνεται στα άρθρα. Ο λόγος είναι η τάση μίμησης και προσπάθεια να είναι κοντά κάποιος σε μια γενική μετριότητα. Ο λόγος εκπέμπει κλεμμένες εκφράσεις και επαναλαμβανόμενα λεκτικά κλισέ. Αυτό δείχνει καθαρά έλλειψη αντίληψης, ειδικά αν πρόκειται για δισκοκριτική (ο πιο κλισέ και δημοσιογραφικά ανύπαρκτος όρος, απλά προς εύκολη κατανόηση τον χρησιμοποιώ).

Η αντικειμενική προσέγγιση σε μια νέα μουσική πρόταση ή ένα άλμπουμ, δεν είναι κάτι εύκολο, αλλά σε τελική ανάλυση ούτε καν το ζητούμενο. Άλλωστε η αντικειμενικότητα της μουσικής είναι η υποκειμενική της προσέγγιση ή αντίληψη. Ο κάθε «γραφιάς» θα έπρεπε να αναφέρεται μόνο σε αυτά, το οποία αντιλαμβάνεται. Ουσιαστικά μια παρουσίαση ενός άλμπουμ, θα έπρεπε να μοιάζει σαν συζήτηση ενός ερωτευμένου ζευγαριού, το οποίο δεν ακούει κανένας και δεν ακούει κανέναν. Όταν φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο, μπορεί άνετα να μιλάει για ελευθερία αντίληψης.

Άλλο ένα σημείο έλλειψης της ελευθερίας λόγου, όταν γράφει κανείς και φαντάζεται πως μετέχει σε έναν διαγωνισμό γνώσεων με αντίπαλους κάποιον φανταστικό αναγνώστη και κάποιον άλλον αρθρογράφο. Γράφεις όσα ξέρεις!!!! Και λιγότερο από αυτά. Αλλά η εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες, μπορεί να εμπλουτίσει κατά πολύ ένα άρθρο. Αλλά πάλι θέλει έρευνα. Και η έλλειψη τεμπελιάς και βαριεστιμάρας μπορεί να απογειώσει και τον λόγο σου. Σου δίνει την ελευθερία να επιλέξεις τις πληροφορίες. Δεν είναι διαγωνισμός γνώσεων, είναι μοίρασμα της γνώσης. Ούτε καν επίδειξη. Όταν θα ελευθερωθεί ο κάθε γραφιάς από την πλάνη της σύγκρισης, σίγουρα έχει κάνει ένα βήμα ακόμα προς την ελευθερία λόγου.

Όμως, οι περισσότεροι, όταν ακούνε για ελευθερία λόγου, εστιάζονται σε εξωτερικούς παράγοντες. Και δω αρχίζει μια μεγάλη κουβέντα. Ούτως ή άλλως τα μέσα που ασχολούνται με την rock/metal, δεν έχουν οικονομική ανεξαρτησία και αυτό έχει σαν συνέπεια να δέχονται εκβιασμούς και «εκβιασμούς» από όποιον μπορεί να τους δώσει κάποια ενίσχυση. Οι οπαδοί ομάδων, αλλά και άνθρωποι με πολιτικές εμμονές, εύκολα μπορούν να προχωρήσουν σε καταγγελία ή ακόμα ξεκάθαρη παρενόχληση προς το κάθε γράφοντα, απλά γιατί εντόπισαν κάποια φράση που τους θίγει. Και πάντα αγνοώντας  όλη την ουσία. Στην κυριολεξία δένουν τα χέρια  του αρθρογράφου.

Δεν μπορούν όλα τα άρθρα να είναι εύπεπτα και «αθώα» σαν παιδική τροφή. Η metal  είναι σκληρή μουσική και το ίδιο και η γραφή για αυτήν πρέπει να είναι έτσι. Μέσα στα όρια ευπρέπειας και σεβασμού πάντα. Οι promoters και μάνατζερ, επηρεάζουν σημαντικά την γραφή με απλή απαξίωση και άρνηση πρόσκλησης σε μια συναυλία, την οποία πρέπει να καλύψει ο αρθρογράφος.

Να αναφέρω ενδεικτικά και απλούς haters, οποίοι κρυμμένοι πίσω από την οθόνη, απλά τραμπουκίζουν το αρθογράφο με σχόλια. Κάτι, το οποίο ουσιαστικά στερεί ελευθερία γραφής, μιας που πάντα θα σκέφτεται «μήπως του βγει πάλι ένας τέτοιος hater» να σχολιάζει με αρνητικά σχόλια ως καθαρή επίδειξη μίσους.



Ουσιαστικά οι εξωτερικοί παράγοντες στέρησης της ελευθερίας λόγου, ακόμα και στην μουσική χρήζουν ένα ξεχωριστό άρθρο. Μιας που τα πρόσωπα είναι συγκεκριμένα, όπως και τα παραδείγματα συμπεριφοράς στέρησης της ελευθερία. Άλλωστε η ελευθερία κερδίζεται πρώτα μέσα μας και μετά κερδίζεται από κάθε εξωτερικό δυνάστη. 


Jacek Henryk Maniakowski

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Μπλε- Μια φορά και έναν καιρό

 

Υπάρχουν ιστορίες που μας στοιχειώνουν, σαν να μην θέλουν να φύγουν από το κεφάλι μας. Μπορεί απλώς να ψάχνουν μια δίοδο να φύγουν από το κεφάλι μας, στριφογυρίζοντας  και απασχολώντας την σκέψη μας. Και ίσως το όχημα τους σε αυτήν διαφυγή να είναι απλά οι νότες και κάποιες σκονισμένες μελωδίες. Και όταν γίνει αυτή η συνεύρεση, τότε οι παλιές ιστορίες μπορούν να γράψουν … ιστορία.



Έτσι, όπως αρχίζουν όλα τα παραμύθια: «Μια φορά και έναν καιρό»… δηλαδή κάπου στο μακρινό 1986: «Το 1986 κυκλοφορεί το τραγούδι “Οι 7 νάνοι στο S/S Cyrenia” σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, ερμηνεία Χάρις Αλεξίου και ποίηση Νίκου Καββαδία. Το ακούω και τρελαίνομαι. Δεν καταλαβαίνω τίποτα κι όμως νιώθω τα πάντα. Φωνή, στίχοι και μουσική, δημιουργούν μια jazz κατάσταση που με στοιχειώνει έως και σήμερα … και οι 7 νάνοι στριμώχνονται στο μυαλό μου.» Κάπως έτσι ξεκινάει την διήγησή του ο Γιώργος Πορώδης, στιχουργούς των Μπλε και του τραγουδιού «Μια φορά και έναν καιρό», καθώς και ιδρυτικό μέλος τους.

Ο σαξοφωνίστας συνεχίζει να μας αποκαλύπτει πόσο δύσκολο είναι να στριμώξεις 7 νάνους σε κάποιους στίχους: «Πολλές  προσπάθειες από τότε( την ιδιότητα του στιχουργού την απέκτησα το 1996 με τους Μπλέ) να ενσωματώσω αυτή μου την μουσική ψύχωση σε δικό μας τραγούδι, αποβαίνουν το λιγότερο γελοίες. Οι 7 νάνοι-αν και νάνοι-δεν χωράν  πουθενά.».  Ένα στοίχειωμα, που δεν βρίσκει στίχο για να αναπαυθεί.

Αλλά τα φαντάσματα πρέπει να βρουν μια δικαίωση, για να μπορούν να αναπαυθούν το ίδιο και οι στίχοι μια μελωδία για να τραγουδηθούν: «Ώσπου την Άνοιξη του 2009,η τύχη, μου χαμογελάει πονηρά. Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ακούω προγενέστερες συνθέσεις του Γιώργου(Παπαποστόλου, κιθαρίστα και συνθέτη της μπάντας) που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο έχουμε «πετάξει».  Μία όμως σύνθεση με «πιάνει» απότομα και δυνατά. Του το προτείνω, το ακούει και μου λέει «οκ αν μπορείς γράψε». Και σχεδόν αμέσως, χωρίς κανένα στιχουργικό σενάριο ,απλώνω τα αγαπημένα μου 7 κοντά ανθρωπάκια,  φάτσα κάρτα στην πρώτη φράση του τραγουδιού. Άλλωστε η πρώτη στροφή είναι και η πιο ‘ανόητη’(άνευ ουσίας δηλαδή) αφού γράφτηκε μόνο και μόνο για να στριμώξω την επταμελή μου μανία. Όλα τα υπόλοιπα ρέουν απνευστί  χωρίς να το καταλάβω ενώ το τραγούδι αποκτά μία καλή, βιώσιμη στιχουργική δομή. Ειδικά στο δίστιχο ‘’τα γουρουνάκια γίναν γουρούνια κι αντί για τρία είναι μιλούνια’’ βλέπω το χαρτί να μου γελάει. Θα μπορούσα να πω με μηδενική δόση μετριοφροσύνης πως εδώ μάλλον ένιωσα αυτό που λέμε «έμπνευση».» Καταλήγει ο μουσικός και δημιουργός των στίχων, για το πώς γνωρίστηκαν οι 7 νάνοι με τους υπόλοιπους στίχους, αλλά και με τις νότες του μετέπειτα τραγουδιού.



Αλλά πριν ολοκληρωθεί αυτή η αρμονική σχέση στίχων και μουσικής, υπήρχαν και άλλα προβλήματα: «Παρόλη όμως την αρχική μου ευκολία αντιμετωπίζω 2 προβλήματα. Το πρώτο είναι το τέλος όπου στην σύνθεση υπάρχει ένας διαφορετικός μουσικός επίλογος που πρέπει να βάλω λόγια αλλά δεν μου βγαίνουν. Το δεύτερο είναι ότι χρειάζομαι ακόμα ένα δίστιχο για τα κουπλέ. Τα παρατάω και περιμένω ο χρόνος να μου δώσει μια κάποια λύση.» Συνεχίζει να μας αφηγείται ο στιχουργός το ταξείδι προς ολοκλήρωσή του.

«Και όντως στο πρώτο μου πρόβλημα, έρχεται μία άθλια μέρα να μου γράψει τον επίλογο. Μια μέρα καθολικής απογοήτευσης και απόλυτης μισανθρωπίας πιάνει το χέρι μου και σημειώνει «ποτέ ξανά, ποτέ εδώ, ποτέ γι` αυτούς που αντιπαθώ!»». Άλλωστε στα πιο σκοτεινά φαίνεται και το φως. Και πολλές φορές για να αναγνωρίσουμε την μούσα χρειάζεται και σκοτάδι, για να φανεί, ξεχωρίζοντας την λάμψη της από το σκοτάδι.

Πολλές φορές η ίδια η μνήμη του παρελθόντος μας μπορεί να μας οδηγήσει και στο μέλλον. Ο λόγος είναι πως δεν προχωράμε ποτέ μπροστά, ειδικά δημιουργώντας, σε κύκλους, τους οποίους απλά μεγαλώνουμε δημιουργώντας την σπείρα της ζωής: «Για το δίστιχο που μας λείπει γίνεται διαβούλευση με τον συνθέτη, παρακαλώντας τον να βάλει ένα χεράκι μπας και το τελειώσουμε επιτέλους. Με τον Γιώργο(Παπαποστόλου) είμαστε από 7 χρονών μαζί (πάλι αυτό το απίθανο νούμερο) και έχουμε τα παραμύθια μας κοινά. Πέφτουν διάφορες ιδέες από παιδικές αναμνήσεις(Ταρζάν, τσίτα, Μικρός Πρίγκιπας, Ζορρό, Ρομπέν των Δασών) αλλά τίποτα.» συνεχίζει.

Τίποτα δεν τελειώνει όμως, αν δεν ολοκληρωθεί : «Μία μέρα, λοιπόν, εκεί που οδηγάω, σκέφτομαι το πιο  κλασικό παραμύθι  που έχω αφήσει αχρησιμοποίητο… Κοκκινοσκουφίτσα! Παρκάρω αμέσως, πιάνω μολύβι και αποδομώ το όνομα της για να πατήσει σωστά ο στίχος στην μουσική και ως δια μαγείας βγαίνει και  νόημα «Σκουφίτσα πέτα το κόκκινο σου, ο λύκος είναι μες`το μυαλό σου» (στην δική μου περίπτωση… ο στίχος είναι μες` το μυαλό σου!). Αγαλλίαση, ανακούφιση, ΤΕΛΟΣ. Αρχή της ζωής όμως του τραγουδιού, μιας που κλείνοντας το κύκλο της κύησης, ανοίγει ο κύκλος της ζωής. Με την γέννηση να είναι το σημείο ένωσης των δύο κύκλων.

«Μετά στούντιο με την Τζώρτζια (Κεφαλά, φωνή του συγκροτήματος) στα καλύτερα της, μετά ένα υπέροχο video clip από την Κλεοπάτρα και τώρα η χαρά της αφήγησης για ένα χρονικό αλλεπάλληλων συμπτώσεων, δημιουργικής τύχης και απόλυτης ηδονής.». Ίσως το τυχαίο να μην είναι τίποτα άλλο, παρά διεργασίες μιας ανώτερης διάνοιας, τις οποίες ακόμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Και η διάνοια αυτή να μην είναι τίποτα άλλο, παρά μια άυλη ανώτερη έκφραση του εαυτού μας.                                         

Κάθε παραμύθι, όπως και πολλά τραγούδια, μεταφέρει και ένα μήνυμα με αποδέκτη το παιδί μέσα μας. Αυτό το παιδί, που δεν έχει μάθει ακόμα την υποκρισία και άλλα μαύρα στίγματα του ίδιου μας πολιτισμού. Αλλά το παιδί που θέλει να μάθει τα πάντα για την ζωή: «Το «Μία φορά κι ένα καιρό» αφορά όλους αυτούς τους γοητευτικούς, απογοητευμένους ανθρώπους που κατέχουν την τέχνη του ειλικρινούς, δημιουργικού ψεύδους και μεταμορφώνουν συνεχώς το τίποτα της ζωής σε κάτι από έναν ανύπαρκτο παράδεισο…». Μας αποκαλύπτει την ψυχή του τραγουδιού ο Γιώργος Παρώδης, παραθέτοντας και ένα υστερόγραφο στην αφήγησή του: «Υ.Γ  Παρεπιπτόντος και για την ιστορία, τα ΧΧL όνειρα που πήγα να τα αλλάξω γιατί ήταν μεγάλα για την καρδιά μου δεν τα εξαργύρωσα …απλά πήρα κάτι σε Medium!». Όλοι κάνουμε συμβάσεις για να κρατήσουμε έστω και την ουρά του ονείρου.



Το τραγούδι κυκλοφόρησε σα single το Νοέμβριο του 2010. Και όπως κάθε τραγούδι, το ταξείδι του άρχισε και μέσα από τα αυτιά των ακροατών του. Οι οποίοι, ο καθένας από μόνος θα ξεκινήσει και το δικό του ταξείδι ερμηνείας του (τραγουδιού), είτε για να δημιουργήσει νέες μνήμες παρέα με αυτό.


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Λουδίας - Ρουφιάνος

   Η παροιμία η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει αλλά κόκκαλα τσακίζει έχει την αλήθεια της μόνο να μπορείς να αποκωδικοποιήσεις τις λέξεις. Αλλά η σημασία των λέξεων αλλάζει ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Για παράδειγμα η λέξη ρουφιάνος προέρχεται από το λατινικό rufianus, που στην πραγματικότητα σημαίνει κοκκινοτρίχης. Αλλά η αρχική έννοια του όρου ήταν ο μεσολαβητής, ερωτικών κυρίως, υποθέσεων και με σκοπό αποκόμιση κέρδους. Με το πέρασμα των αιώνων ο όρος επεκτάθηκε σε πρακτικές συμπεριφορές δουλικότητας ή κολακεία προς ένα άλλο πρόσωπο με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση προσωπικών χαρών και ικανοποίηση συμφερόντων.


   Αλλά ακόμα και σήμερα ο όρος ruffianο χρησιμοποιείται στην Ιταλία για τον χαρακτηρισμό του γέρικου αλόγου με μια και μόνο συγκεκριμένη δουλειά. Κατά την αρχή οίστρου, η φοράδα είναι αρκετά εξαγριωμένη, όχι μόνο η φοράδα, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση. Η επιθετικότητά της είναι στραμμένη πάντα προς άλλο αρσενικό που προσπαθεί να την πλησιάσει με σκοπό το ζευγάρωμα. Αν και εκδηλώνεται με πολλές κλωτσιές προς άτυχο αρσενικό και διάρκεια λίγων ημερών μόνο. Έτσι η δουλειά του ruffianο είναι να φάει όλο το ξύλο, για να ακολουθήσει ο επιβήτορας απέναντι στην πλέον ήρεμη φοράδα, ώστε να την γονιμοποιήσει. 
  Αλλά στην Ελλάδα η λέξη ρουφιάνος έχει μια δική της ιδιαίτερη σημασία, πάνω κάτω γνωστή σε όλους. Και αυτό το θέμα διαπραγματεύεται και το ομώνυμο τραγούδι των Λουδίας. Αν και το πρόσωπο με το συγκεκριμένο προσωνύμιο το χει συναντήσει ο κάθε εργαζόμενος κάτοικος Ελλάδας, πρώτη φορά εμφανίζεται στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, το «Oι σαλαμάνδρες δε χορεύουν σέϊκ» του 2004. Αλλά η ιστορία του τραγουδιού ξεκινάει δυο χρόνια νωρίτερα, όταν ο Βιολιστής Παναγιώτης, τραγουδιστής και στιχουργός της μπάντας, δούλευε σε μια κατασκευαστική εταιρία που έκανε δημόσια έργα. Άλλωστε είναι γνωστό, ότι στην χώρα μας δε μπορεί κανείς να συντηρηθεί από την μουσική. Εκεί γνωρίστηκε με το "βαθύ δημόσιο ". «Υπάλληλοι που είχαν διοριστεί κομματικά και κοίταζαν πως να βγάλουν τα μάτια τους και να μη δουλέψουν , αλλά και χυδαίες συμπεριφορές μεταξύ υπαλλήλων, διαφορετικών κομματικών αποχρώσεων.» αναφέρει ο ίδιος στιχουργός. 
   Για έναν καλλιτέχνη κάθε γεγονός και παρατήρηση είναι και αφορμή για μια ακόμα δημιουργική καταγραφή, πάντα με διάθεση για λυρισμό. Ο Παναγιώτης δεν άφησε λοιπόν, την ευκαιρία να πάει χαμένη. Αποφάσισε να γράψει ένα «τραγούδι που πονάει». Ο ίδιος δημιουργός του αναφέρει: «Ας γράψω λοιπόν, ένα τραγουδιού να πονάει … Πάνω σε ένα άλλο αμερικανικό τραγούδι που παίζαμε διασκευή, γραφτήκαν οι στίχοι και το πρόσωπο είναι πραγματικό! Όταν όμως, το συνήθισα σαν άκουσμα για να μη πάει "άκλαφτο", αλλάζω παντελώς την μουσική και το πάω για προβάρισμα στην μπάντα. Τότε κιθάρα ήταν ο Γιάννης Γκουγκουρελας, μέγας κάντρυ κιθαρίστας, τύμπανα έπαιζε ο Μήτσος ο Κοκονίδης που, αργότερα μας άφησε για τους Ονειράμα και μπάσο ο Στέφανος Χρυσάκης που κι αυτός είναι ηχολήπτης πια στους "Ονειράμα". Σα μπάντα αρχίσαμε να το δουλεύουμε και βγήκε σχετικά γρήγορα ,αλλά κάτι έλειπε... Κι αυτό ήταν το ριφάκι της εισαγωγής που, το σκέφτηκε αβίαστα ο Γιάννης. Και από κει και μετά όλα είναι ιστορία. Όταν κυκλοφόρησε το cd το 2004 από την ΟLON MUSIC ΚΙ ΟΧΙ ΑΠ ΤΗΝ Legend (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...") όλοι οι ¨"συνάδελφοι" κατάλαβαν αμέσως ποιον εννοούσα!»  
   Η τέχνη εδώ γίνεται φορέας της πραγματικότητας, γι αυτό και το τραγούδι δεν άργησε να πάρει τον δρόμο της επιτυχίας. Σε ένα από τα πρώτα live, που έπαιζε το συγκρότημα το συγκεκριμένο τραγούδι, τρεις αστυνομικοί πλησίασαν τον δημιουργό του, μόλις τελείωσε η εμφάνισή τους. Τα λόγια τους ήταν περιεκτικά: «φίλε, μπορείς να μου στείλεις το cd στο τάδε τμήμα? ...έχουμε πολλούς εκεί...'!!!!» Ενώ ένας ακόμα συμπλήρωσε "ενώ δεν γεννιούνται καινούργιοι, αυτοί πολλαπλασιάζονται!". Και ακόμα μας στοιχειώνει όλους το τραγούδι…. Αλλά πάντα με την ελληνική του σημασία.