Όσο αυξάνεται η γνώση
των υλικών, άλλο τόσο αυξάνεται και η χρήση τους και οι συνδυασμοί μεταξύ τους.
Alternative
Metal (γνωστόκαιως alt-metal)
Πως ακούγεται: σαν HeavyMetal αλλά κάπως διαφορετικό και σίγουρα λιγότερο πομπώδες, με
λιγότερα σπαθιά και δράκους. Βασικά είναι HeavyMetal το οποίο ενσωματώνει και άλλα είδη μουσικής με διακριτικό
τρόπο, αλλά ικανό να δηλώσει τελείως διαφορετική μορφή στην μουσική.
Γιατί να το ακούσουμε: Γιατί είναι πιασάρικο, διαφορετικό
και ανανεώνεται συνέχεια. Κατάφερε να κάνει γνωστό τη Metal μέσα από την ενσωμάτωση και άλλων
μουσικών μοτίβων και γιατί είναι ίσως το πιο επιτυχημένο είδος της Metal.
Γιατί όχι: Και που είναι οι δράκοι να πολεμήσουμε; Τα όντα
αυτά ήσαν μια κάποια λύση. Και που είναι η μαλλιούρα; Γιατί δεν είναι ορθόδοξο
ετοιμοπόλεμο και μαζεύει και πολλές γυναίκες, Είναι για φλώρους.
Που; Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Πότε; Δεκαετία του ’80
Ποιοι; Ο όρος χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1980, αν
και εμφανίστηκε (επίσημα) στη δεκαετία του 1990.
Στους πρωτοπόρους συγκαταλέγονται οι Faith No More, οι
Living Colour, οι Soundgarden και οι Jane's Addiction.
Το είδος σημείωσε επιτυχία τη δεκαετία του 1990 με την
αύξηση της δημοτικότητας των Helmet, Tool και Alice in Chains.
Αλλάακόμαναακούσεις: Twelve Foot
Ninja,Chevelle, Love And Death
(Perfectly Preserved), God Damn (Raw Coward), Quicksand (Distant Populations),
Limp Bizkit (Still Sucks), Tomahawk (Tonic Immobility), Sleep Token (This Place
Will Become Your Tomb).
Μέρες δόξας: Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 βρίσκεται
σταθερά στα chartsκαι δεν είναι λίγες φορές που καταλαμβάνει πολύ ψηλές
θέσεις. Γενικά οι μπάντες του είδους γεμίζουν στάδια και το είδος είναι μια
μήτρα που γέννησα πάρα πολλές ακόμα εκφράσεις της Metal.
Κόκκινη κάρτα: Η εμπορικότητα του είδους, πολλές φορές το
έχει οδηγήσει στην απώλεια αυθεντικότητας και γενικά το αγαπάνε πολύ τα μουσικά
ΜΜΕ, κάτι που δείχνει έναν συμβιβασμό… για την δόξα και τα φράγκα.
Με τι μπερδεύεται; Με Funk Metal, Nu Metal, Rap Metal,
Η ζωή είναι ένα σύνολο από
μυστηριώδεις συναντήσεις, είχε γράψε κάποτε ένας συγγραφέας και φιλόσοφος.
Απλοποιώντας μάλλον την θεωρεία πως όλα είναι Ένα. Ουσιαστικά όμως, υπάρχει μια
αόρατη σύνδεση μεταξύ όλων ανθρώπων. Στην εποχή ενός παγκόσμιου χωριού, η σύνδεση
αυτή μπορεί να ξεπεράσει γεωγραφικά εμπόδια και μέσα από το διαδίκτυο κυρίως,
μπορεί να φέρει σε επαφή ανθρώπους, που σε άλλες εποχές δεν θα ήταν κάτι τέτοιο
δυνατό. Και ίσως το καλύτερο μέσο είναι οι ίδιες οι ιστορίες των ανθρώπων
αυτών.
Και καμιά φορά οι απλοί,
βασανισμένοι άνθρωποιμπορούννα γίνουν τραγούδι μέσα από αυτές τις
μυστηριώδεις συναντήσεις. Μια τέτοια συνάντηση έλαβε χώρα στο τρίτο άλμπουμ των
Αυστραλών The Rumjacks, το Sleepin'
Rough του 2016. Το τραγούδι Eight Beers McGee είναι δημιουργία του τότε τραγουδιστή
του συγκροτήματος Frankie (Francis McLaughlin) μουσικά και λυρικά. Και μέσα
στην καθαρά celticpunkδομή του, έχει ένα αφηγηματικό τόνο, όπως τα παραδοσιακά
ιρλανδικά τραγούδι. Και όντως αφηγείται την ιστορία ενός ακόμα κατατρεγμένου
Ιρλανδού.
Μια προσωπική ιστορία, λοιπόν
έφτασε στα χέρια (στα μάτια μάλλον) του πρώην πλέον τραγουδιστή του
συγκροτήματος, από έναν fanτους. Κάπου στο 2014, ένας φίλος τους από Η.Π.Α., έστειλε
στον ίδιο έναν σύνδεσμο από μια συζήτηση σε κάποιο φόρουμ, όπου ένας ανώνυμος
άνδρας,μάλλον Άγγλος αφηγήθηκε μια
ιστορία πιθανόν για τον καλύτερο του φίλο. Οποίος προερχόταν από την Ιρλανδία.
Και είναι γνωστή η συμπεριφορά των Άγγλων απέναντι στους Ιρλανδούς, με φωτεινές
εξαιρέσεις απλά να επιβεβαιώνουν αυτό τον σκοτεινό κανόνα, ως μια συνήθη
συμπεριφορά.
Είναι συνήθεια να μην γράφονται
τραγούδια για πολύ χαρούμενους ανθρώπους. Έτσι και ο συγγραφέας της ιστορίας
αυτής, περιγράφει τον φίλο του σαν πολύ θλιμμένο, με ένα σωρό εσωτερικές
συγκρούσεις και προερχόμενο από προβληματικό παρελθόν, κάπως θολό και δύσκολο
να περιγραφεί. Σίγουρα ένα μεγάλο βάρος για έναν και μόνον άνθρωπο. Όμως, δεν
είναι λίγες φορές που τέτοιο βάρος στην ψυχή, μπορεί να ανυψώσει το πνεύμα και
να φωτίσει την πραγματική φύση του ανθρώπου. Ο ήρωας μας είχε κάποια μεγάλα
όπλα στην μάχη του με τον εαυτό του και αυτά ήταν η καλοσύνη και η ευγένεια.
Αλλά και ήταν άφοβος απέναντι σε όποιον ήθελε να τον προκαλέσει.
Ένας καλός τρόπος να αφήνεις το
παρελθόν σου, είναι να αφήνεις και τον τόπο, στο οποίο δημιουργήθηκε αυτό. Αλλά
κάποιες φορές, το παρελθόν είναι σαν την σκιά σου, πάντα σε ακολουθεί. Έτσι ο ήρωας
του τραγουδιού αποφάσισε να το αφήσει πίσω του, παράλληλα αφήνοντας πίσω και την
πατρίδα του, το Derry της Ιρλανδίας για να πάει στην Αγγλία μαζί με την
οικογένειά του. Φυσικά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες λυπηρές ιστορίες, αλλά και
στην πραγματικότητα, αντιμετώπισε ρατσισμό και bullying. Ωστόσο δεν κάθισε με
σταυρωμένα χέρια και όποιος τον προκαλούσε γρήγορα τον έβαζε στην θέση του… με
τα χέρια σε σχήμα γροθιάς. Και κάπως έτσι, προφανώς σε κάποιο καυγά, γνώρισε
και τον καλύτερο του φίλο, οποίος διηγήθηκε την ιστορία του. Η φιλία τους
κράτησε χρόνια και ακόμα μετά το σχολείο συνέχιζαν να κάνουν παρέα, δούλευαν
μαζί και διασκέδαζαν μαζί, σαν να ήταν αδέλφια.
Μια μέρα λοιπόν, γιόρταζαν τα
γενέθλια του ήρωα του τραγουδιού, μαζί του ήταν και ο κολλητός του φίλος, αφηγητής
της ιστορίας και κάποιοι ακόμα κοντινοί φίλοι. Κάποια στιγμή ήρθαν και στο
διαμέρισμά του, όπου γινόταν το πάρτι και 5-6 ακροδεξιοί. Παρόλα αυτά, ο
εορτάζων τους καλωσόρισε στην γιορτή. Όπως ήταν φυσικό, τα πράγματα δεν
εξελίχθηκαν, όπως θα επιθυμούσαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι, αλλά και ο οικοδεσπότης.
Οι τύποι αυτοί άρχισαν τον προσβάλλουν και να τον μειώνουν. Ο ίδιος τους ζήτησε
να τα αφήσουν αυτά για άλλη μέρα, λέγοντας ότι είναι μια γιορτή και κανένας δεν
θα ήθελε προβλήματα. Αλλά ένας από την παρέα του επιτέθηκε και αυτός δεν έχασε
στιγμή και απλά τα έκανε όλα λίμπα, όπως και τους ίδιους τους τύπους που
ξεκίνησαν όλη την φασαρία.
Και πάνω σε όλη την αναμπουμπούλα
εμφανίζονται οι The Rumjacks. Όχι οι ίδιοι σαν κάποιο γκροτέσκο συγκρότημα να
κρατάει ρυθμό στο πυξ λαξ μεθυσμένων Άγγλων με έναν Ιρλανδό, αλλά μέσω της
μουσικής τους. Και συγκεκριμένα έπαιζε το "Uncle Tommy" από το
ντεμπούτο τους άλμπουμ του 2010 Gangs of New Holland, ένα γρήγορο και ρυθμικό
κομμάτι που όντως ταιριάζει με κλωτσο-μπουνίδια σε κάποια pub. Και κει ο συγγραφέας της ιστορίας
αποκαλύπτει, πως ο κολλητός του φίλος σαν να χόρευε στο ρυθμό του τραγουδιού,
πλακώνοντας στο ξύλο έναν έναν τους επίδοξους εκφοβιστές του.
Και κει που μάζευαν να απομεινάρια
τους οι πλακωμένοι στο ξύλο, αλλά και όσους δεν μπόρεσαν να περπατήσουν, ο
ήρωας μας φώναξε με αγανάκτηση: «Eight beers!.. The bastards broke eight perfectly good fucking
beers!!..». Ταυτόχρονα απέκτησε και το παρατσούκλι «Eight Beers McGee».
Που αργότερα έγινε τραγούδι από το αγαπημένο του συγκρότημα… μέσω αφήγησης του
κολλητού του φίλου, την οποία είδε ένας άλλος φίλος του αυστραλιανού celticpunkσυγκροτήματος
και τους ενημέρωσε για τηνιστορία αυτή.
Μπορεί ο Eight Beers McGee να ήταν
δυνατός στα χέρια και ήξερε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ωστόσο η ζωή δεν του
χαμογέλασε και δε μπορούσε να παλέψει με την ίδια ευκολία όπως με τους
ακροδεξιούς Άγγλους και με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Πάντα κουβαλούσε μαζί
του το βάρος του πρόωρου θανάτου της αδελφής του λίγα χρόνια πριν. Δεν μπορούσε
να συγχωρέσει τον εαυτό του, κατηγορώντας τον ταυτόχρονα ότι δεν ήταν αρκετά
κοντά της και έπρεπε να την προστατέψει σαν αδελφός της. Τελικά, λίγα χρόνια
μετά το περιστατικό αυτό, αποφάσισε να την συναντήσει, αφαιρώντας ο ίδιος την
ζωή του. Τουλάχιστον δεν τον νίκησε κανένας, παρά ο σκοτεινός του εαυτός.
Και όπως είπαμε δεν γράφονται ιστορίες
για χαρούμενους ανθρώπους. Και ο Frankie την διάβασε από ένα τυχαίο φόρουμ,
λίγο μετά την αυτοχειρία του Eight Beers McGee. Η ιστορία αυτή, δεν πέρασα
αδιάφορα από τα μάτια του τραγουδιστή και κατά κάποιον τρόπο τον στοίχειωσε.
Άλλωστε, όπως μας αφηγείται ο ίδιος για του λόγου το αληθές, ο καθένας μπορεί
να την διαβάσει με μια γρήγορη αναζήτηση.
Αλλά η ιδέα για να γίνει τραγούδι
γεννήθηκε όταν διάβασε τα σχόλια για την ιστορία αυτή και συγκεκριμένα ένα το
οποίο έλεγε :“They say a man dies twice, once when his
spirit leaves this world, and secondly when people no longer speak his name.”(λένε
πως ένας άνθρωπος πεθαίνει δυο φορές, την μίας όταν το πνεύμα αφήνει αυτόν τον
κόσμο και δεύτερη φορά όταν οι άνθρωποι δεν λένε πια το όνομά του).Και αυτή ήταν στιγμή που συνειδητοποίησε πως
έπρεπε να γραφτεί τραγούδι προς τιμή του. Με το τραγούδι αυτό θα μπορούσαν να
μιλάνε λίγο περισσότερο για τον Eight Beers McGee. Για αυτόν τον λόγο το
τραγούδι κλείνει με τον στίχο «Speak my Name!».
Οι στίχοι και η μουσική γράφτηκαν
ταυτόχρονα, όπως μας αποκαλύπτει ο δημιουργός. Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιό του
παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας τους στίχους και σε κάθε στροφή σταματούσε για
να τους γράψει.
Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ Sleepin'
Rough το 2016, για την ακρίβεια έναν χρόνο μετά, ο κολλητός φίλος του ήρωα του
τραγουδιού, έμαθε για το τραγούδι και επικοινώνησε με το συγκρότημα. Τον
ενημέρωσαν για την κυκλοφορία του άλμπουμ, στο οποίο βρισκόταν το τραγούδι και
έτσι έστειλε ευχαριστήριο μήνυμα, τονίζοντας πως θα ήταν ο ίδιος ο ήρωας της
ιστορίας και του τραγουδιού περήφανος.
Και η ίδια η ιστορία είναι και το
μήνυμα του τραγουδιού. Είναι μια ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων, τα οποία
μπορεί να τα συναντήσει ο καθένας. Και ουσιαστικά η κοινωνίας μας είναι
φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο ώστε δημιουργούνται τέτοιες θλιβερές ιστορίες.
Το τραγούδι δεν συνηθιζόταν να
παίζεται ζωντανά από το συγκρότημα και ειδικά μετά από την απόλυση του Francis
McLaughlin για ανάρμοστη συμπεριφορά και πρόβλημα με το αλκοόλ, δύσκολα θα το
ακούσουμε από την μπάντα.
Όπου η αδικία επικρατεί, οι νότες ανθίζουν εκτός εποχής.
Afrobeat
Πως ακούγεται: σαν τζαζ, με πολύ αφρικάνικο τέμπο, όπου ο
μπασίστας είναι πρώτη μούρη. Η μουσική κατάλληλη για μαζικές διαμαρτυρίες.
Γιατί να το ακούσουμε: Για τον έντονα κοινωνικό-πολιτικό
στίχο και γιατί είναι η βασική επιρροή πολλών ειδών. Αλλά και γιατί είμαστε
οπαδοί του κινήματος BlackLivesMatter,
πολύ πριν αυτό πάρει αυτό τον τίτλο και γενικά όλων των κοινωνικών κινημάτων
για ελευθερία και ισότητα.
Γιατί όχι: δεν είναι καν metal!!!!!!!!!!!
Που; Νιγηρία
Πότε; Δεκαετία του ‘60.
Ποιοι; Ο όρος επινοήθηκε τη δεκαετία του 1960 από τον
Νιγηριανό πολυοργανιστή και ηγέτη του συγκροτήματος Fela Kuti.
Θεωρείται ως ο υπεύθυνος για την πρωτοπορία και τη διάδοση
του στυλ τόσο εντός όσο και εκτός Νιγηρίας.
Αλλάακόμαναακούσεις: Femi Kuti,
Seun Kuti, Franck Biyong & Massak (Cameroon), Segun Damisa & The
Afro-beat Crusaders, Newen Afrobeat (Chile), Eddy Taylor & The Heartphones
(Cologne, Germany), Bantucrew, the Albinoid Afrobeat Orchestra / Albinoid Sound
System (Strasbourg, France), Abayomy Afrobeat Orquestra, Karl Hector & The
Malcouns (Munich, Germany), Afrodizz and Dele Sosimi.
Μέρες δόξας:κυρίως
στις δεκαετίες 60’ και 70’, αλλά μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς και
έντονη επιρροή σε jazzβασικά, αλλά ακόμα και για την rock.
Κόκκινη κάρτα: καμία
Με τι μπερδεύεται; Με highlife, hip hop, house, jùjú, ndombolo, Jazz, R&B και soca.
Τι λες στον άσχετο;Jazzμε περίεργα κρουστά και δεν είναι
μουσική για beachbar,
αν και μπορεί να ακουστεί έτσι.
Η έννοιατης ελευθερίας έχει απασχολήσει κατά καιρούς από φιλοσόφους ως ιδρυτές
θρησκειών και μονάρχες. Ίσως για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετική
προσέγγιση. Αλλά σίγουρα είναι κάτι που συζητιέται ακόμα και σήμερα από ένα
6-χρονο, οποίος αναζητά τις πρώτες του εμπειρίες, ως και έναν υπέργηρο, οποίος
περιμένει υπομονετικά να απελευθερωθεί από την υλική του υπόσταση. Αλλά εμάς
μας απασχολεί κυρίως ελευθερία του λόγου.
Μιλώντας φυσικά, στην Ελλάδα για ελευθερία λόγου, έχει τόση
ουσία όσο μια συζήτηση για το πραγματικό χρώμα των δράκων. Ο δημοσιογραφικός
λόγος είναι τόσο υποκινούμενος, που το πρώτο συνθετικό της λέξης μπορεί να
αφαιρεθεί (δήμος) και απλά να μείνει γραφικός λόγος. Στην πολιτική μπορεί να
κατανοηθεί κατά κάποιο τρόπο, όχι να δικαιολογηθεί όμως. Στην αθλητική
δημοσιογραφία το οπαδηλήκι του κάθε συντάκτη, μεταφράζεται σε… οπαδογραφία.
Αλλά τι γίνεται στην αγαπημένη μας μουσική;
Τorockκαι η
metalμουσική, σχεδόν σε κάθε τους στίχο,
φωνάζει για ελευθερία. Γιατί λοιπόν, ο λόγος των περισσότερων αρθρογράφων και
των ελάχιστων δημοσιογράφων, διαβάζεται τόσο συντηρητικός ως και σχεδόν
κατευθυνόμενος; Πιθανόν δεν θα βρούμε καμιά απάντηση, αναζητώντας κάποια αιτία
πίσω από τον άθλιο μουσικό λόγο, αλλά θα προσπαθήσουμε να βρούμε τροφή για
σκέψη.
Καταρχήν, ποιοι είμαστε αυτοί που γράφουν; Βασικό ερώτημα σε
μια αναζήτηση στην ζούγκλα των blogκαι μουσικών site. Στην μεγάλη πλειοψηφία άνθρωποι που κάνουν το μεράκι
τους, κάποιοι που προσπαθούν να προβληθούν εκφράζοντας αστήριχτα την γνώμη
τους, ημιμαθείς μουσικοί που δεν δέχονται γνώμη κανενός και κάποιοι απλά
γραφικοί. Δεν λείπουν οι hatersκαι οι «κράζω άρα υπάρχω». Δημοσιογράφοι; Ελάχιστοι, οποίοι
συνήθως χάνονται ανάμεσα σε οπαδογραφήματα επιπέδου τριτοκοσμικής χώρας στην
δεκαετία του ’80.
Στις χώρες με μουσική παράδοση στην rock/metalμουσική, ο «γραφιάς» είναι ένας
μικρός rockstar και ο λόγος του έχει βαρύτητα. Και σίγουρα η ιδιότητα του
αυτή του προσφέρει τα προς το ζην. Η διαφορά είναι, πως ελάχιστοι αρθρογράφοι
πληρώνονται και αυτοί σίγουρα με τα προς το …επιζήν. Η νοοτροπία ότι όταν
κάνεις κάτι το οποίο αγαπάς, δεν πρέπει να αμείβεται, έχει διαποτίσει και την
μουσική δημοσιογραφία. Αλλά, από την άλλη, το γεγονός πως δεν αμείβεται
κάποιος, πρέπει να γράφει αδιάφορο ως κακό κείμενο; Σίγουρα όχι. Δεν δημιουργήθηκε
τίποτα αξιόλογο και διαρκές στον χρόνο από ανθρώπους που λειτουργούν μέσα στο
δίπολο της τιμωρίας και επιβράβευσης.
Η πραγματική αγάπη για το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι από
μόνο του κίνητρο για προσπάθεια βελτίωσης του λόγου. Όσο το βάθος και η ποικιλία
που έχουν οι στίχοι των τραγουδιών, άλλο τόσο μπορεί να γίνει και ο λόγος
ενδιαφέρον, ο οποίος αναφέρεται σε αυτήν την μουσική. Όπως και οι μουσικοί της metal, μελετάνε βασικούς κανόνες μουσικής,
είτε μέσα από κάποια σχολή είτε μόνοι τους, άλλο τόσο πρέπει να μελετάει ο
αρθρογράφος τους βασικούς κανόνες γραμματικής. Αλλά και η μελέτη της
λογοτεχνίας κάνει τον λόγο του πιο προσιτό. Και στην πραγματικότητα τον απελευθερώνει
από στερεοτυπικές αρλούμπες, οποίες έχουν θέση μόνο σε μια συζήτηση ανάμεσα σε
μεθυσμένους χατζημεταλλάδες.
Και στην τελική μην ξεχνάμε ότι από την πληθώρα των
συγκροτημάτων, ελάχιστα είναι αυτά που μπορούν να ζήσουν με την μουσική τους.
Γεγονός, οποίος αποδεικνύει πως δεν είναι το χρήμα βασικός παράγοντας για μια
ποιοτική γραφή.Και στην ουσία, η
έλλειψη ανταμοιβής μπορεί πραγματικά να απελευθερώσει την γραφή, αφού κανένας
δεν θα εμποδίσει τον αρθρογράφο να εκφράσει ελεύθερα την σκέψη του. Φυσικά δεν
πρέπει να αγνοούμε την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην ασυδοσία σκέψης-λόγου και
στην ελευθερία σκέψης-λόγου.
Σίγουρα ο κάθε αρθρογράφος πρέπει να χει γνώση, αλλά κυρίως
την προσωπική αντίληψη του αντικείμενου με το οποίο θα ασχοληθεί. Κάτι που σπάνια
φαίνεται στα άρθρα. Ο λόγος είναι η τάση μίμησης και προσπάθεια να είναι κοντά
κάποιος σε μια γενική μετριότητα. Ο λόγος εκπέμπει κλεμμένες εκφράσεις και
επαναλαμβανόμενα λεκτικά κλισέ. Αυτό δείχνει καθαρά έλλειψη αντίληψης, ειδικά
αν πρόκειται για δισκοκριτική (ο πιο κλισέ και δημοσιογραφικά ανύπαρκτος όρος,
απλά προς εύκολη κατανόηση τον χρησιμοποιώ).
Η αντικειμενική προσέγγιση σε μια νέα μουσική πρόταση ή ένα
άλμπουμ, δεν είναι κάτι εύκολο, αλλά σε τελική ανάλυση ούτε καν το ζητούμενο.
Άλλωστε η αντικειμενικότητα της μουσικής είναι η υποκειμενική της προσέγγιση ή
αντίληψη. Ο κάθε «γραφιάς» θα έπρεπε να αναφέρεται μόνο σε αυτά, το οποία
αντιλαμβάνεται. Ουσιαστικά μια παρουσίαση ενός άλμπουμ, θα έπρεπε να μοιάζει
σαν συζήτηση ενός ερωτευμένου ζευγαριού, το οποίο δεν ακούει κανένας και δεν
ακούει κανέναν. Όταν φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο, μπορεί άνετα να μιλάει
για ελευθερία αντίληψης.
Άλλο ένα σημείο έλλειψης της ελευθερίας λόγου, όταν γράφει
κανείς και φαντάζεται πως μετέχει σε έναν διαγωνισμό γνώσεων με αντίπαλους
κάποιον φανταστικό αναγνώστη και κάποιον άλλον αρθρογράφο. Γράφεις όσα
ξέρεις!!!! Και λιγότερο από αυτά. Αλλά η εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες,
μπορεί να εμπλουτίσει κατά πολύ ένα άρθρο. Αλλά πάλι θέλει έρευνα. Και η
έλλειψη τεμπελιάς και βαριεστιμάρας μπορεί να απογειώσει και τον λόγο σου. Σου
δίνει την ελευθερία να επιλέξεις τις πληροφορίες. Δεν είναι διαγωνισμός
γνώσεων, είναι μοίρασμα της γνώσης. Ούτε καν επίδειξη. Όταν θα ελευθερωθεί ο
κάθε γραφιάς από την πλάνη της σύγκρισης, σίγουρα έχει κάνει ένα βήμα ακόμα
προς την ελευθερία λόγου.
Όμως, οι περισσότεροι, όταν ακούνε για ελευθερία λόγου,
εστιάζονται σε εξωτερικούς παράγοντες. Και δω αρχίζει μια μεγάλη κουβέντα. Ούτως
ή άλλως τα μέσα που ασχολούνται με την rock/metal, δεν έχουν οικονομική ανεξαρτησία
και αυτό έχει σαν συνέπεια να δέχονται εκβιασμούς και «εκβιασμούς» από όποιον
μπορεί να τους δώσει κάποια ενίσχυση. Οι οπαδοί ομάδων, αλλά και άνθρωποι με
πολιτικές εμμονές, εύκολα μπορούν να προχωρήσουν σε καταγγελία ή ακόμα ξεκάθαρη
παρενόχληση προς το κάθε γράφοντα, απλά γιατί εντόπισαν κάποια φράση που τους
θίγει. Και πάντα αγνοώνταςόλη την
ουσία. Στην κυριολεξία δένουν τα χέριατου αρθρογράφου.
Δεν μπορούν όλα τα άρθρα να είναι εύπεπτα και «αθώα» σαν
παιδική τροφή. Η metalείναι σκληρή μουσική και το ίδιο
και η γραφή για αυτήν πρέπει να είναι έτσι. Μέσα στα όρια ευπρέπειας και
σεβασμού πάντα. Οι promotersκαι μάνατζερ, επηρεάζουν σημαντικά την γραφή με απλή απαξίωση
και άρνηση πρόσκλησης σε μια συναυλία, την οποία πρέπει να καλύψει ο
αρθρογράφος.
Να αναφέρω ενδεικτικά και απλούς haters, οποίοι κρυμμένοι πίσω από την
οθόνη, απλά τραμπουκίζουν το αρθογράφο με σχόλια. Κάτι, το οποίο ουσιαστικά
στερεί ελευθερία γραφής, μιας που πάντα θα σκέφτεται «μήπως του βγει πάλι ένας
τέτοιος hater» να σχολιάζει με αρνητικά σχόλια ως καθαρή επίδειξη μίσους.
Ουσιαστικά οι εξωτερικοί παράγοντες στέρησης της ελευθερίας
λόγου, ακόμα και στην μουσική χρήζουν ένα ξεχωριστό άρθρο. Μιας που τα πρόσωπα
είναι συγκεκριμένα, όπως και τα παραδείγματα συμπεριφοράς στέρησης της
ελευθερία. Άλλωστε η ελευθερία κερδίζεται πρώτα μέσα μας και μετά κερδίζεται
από κάθε εξωτερικό δυνάστη.